Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεμακραίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεμακραίνω [ksemakréno] Ρ7.4α : 1.απομακρύνομαι συνήθ. με αργό ρυθμό, χάνομαι στον ορίζοντα: Όσο το πλοίο ξεμάκραινε… Kάθισε στη γωνιά και την κοίταζε να ξεμακραίνει. Kολυμπώντας ξεμάκρυνα από την ακτή. || (μτφ.): Kαταφέρνει στο έργο του να μην ξεμακραίνει από την πραγματικότητα. 2. (μτφ.) αποξενώνομαι από κπ.: Ξεμάκρυνε από τους συγγενείς του.

[μσν. ξεμακραίνω < ξε- μακραίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεμακραίνω· αόρ. εξεμάκρυνα.
  • 1)
    • α) Απομακρύνομαι από κάπου ή κάπ.· φεύγω:
      • αρχίνισαν 'κ την γην να ξεμακραίνουν (Ζήνου, Βατραχ. 125
      • ξεμακρύνετε ταχύ, μην χαλασθώμεν όλοι (Διγ. Z 2642
    • β) (μεταφ.):
      • Όποιος βάζει την ελπίδα του εις την γην ξεμακραίνει από τον ουρανόν (Μπερτόλδος 78
    • γ) (προκ. για την αναχώρηση των μοναχών από τον κόσμο):
      • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 78).
  • 2) (Μεταφ.) παύω να συναναστρέφομαι κάπ. ή να συχνάζω κάπου, ξεκόβω:
    • (Χριστ. διδασκ. 366
    • από την … Εκκλησίαν ξεμακραίνει και χωρίζεται από τη συναναστροφή της (Χριστ. διδασκ. 121).

[<επιτ. ξε‑ + μακραίνω. Λ. ‑ύνω σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες