Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεΐδρωμα το [kseíδroma] Ο49 : η διαδικασία του ξεϊδρώνω.
[ξεϊδρώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεϊδρώνω [kseiδróno] Ρ1α μππ. ξεϊδρωμένος : παύω να είμαι ιδρωμένος: Kαθίσαμε στη σκιά για να ξεϊδρώσουμε.
[ξε- ιδρώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεϊντριγάρω· ξεντριγάρω· μέσ. αόρ. ξεντριγαρίστηκα.
-
- Απαλλάσσομαι από δυσκολία, κ.τ.ό., «ξεμπερδεύω», «τελειώνω»:
- (Μπερτολδίνος 104).
[<στερ. ξε‑ + ιντριγάρω (<βεν. intrigar· πβ. ιδιωμ. ιντριγκάρω, Ζώης). Ο τ. και σήμ. στη Ζάκυνθο (Ζώης)]
- Απαλλάσσομαι από δυσκολία, κ.τ.ό., «ξεμπερδεύω», «τελειώνω»: