Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαφνίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαφνίζω [ksafnízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξαφνιάζω.

[μσν. ξαφνίζω < *εξαφνίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έξαφν(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες