Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέρω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέρω [kséro] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ήξερα : 1α.κατέχω μια γνώση, έχω αντίληψη ενός πράγματος, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: Θα ήθελα να ήξερα περισσότερα γι΄ αυτή την υπόθεση. Δεν ~ αν είναι εδώ ή αν έφυγε. Δεν ήξερα ούτε το όνομά του. ~ ότι είναι έντιμος άνθρωπος. Δε θέλω να ~ τίποτα γι΄ αυτή την ιστορία, για κτ. πολύ δυσάρεστο. Nομίζει πως τα ξέρει όλα. Tο ~ πως θα φύγεις. Ποιος ξέρει τι θα γίνει αύριο! Θα έρθουν να μας επισκεφθούν; - Ποιος ξέρει; Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ. Aν ήξερες τι τράβηξα!… Ξέρει από μηχανές. Δεν ξέρει τίποτα από μαθηματικά. Mην ξέροντας πώς επισκευάζεται, το χάλασε τελείως. Ο άνθρωπος δεν ήξερε πολλά για την υπόθεση. || Tην ~ την πόλη, την έχω επισκεφτεί ή μπορώ να κυκλοφορήσω χωρίς οδηγό. Ξέρει πολλά κατατόπια / πολλές τρύπες, για αγορές οικονομικές. (έκφρ.) τόσα ξέρει τόσα λέει, για κπ. που εκφράζει απόψεις χωρίς να είναι ενημερωμένος ή χωρίς να έχει τις σχετικές γνώσεις. δεν ξέρει τι λέει, λέει ανοησίες. ~ κι εγώ! / ~ γω!, δεν ξέρω, αμφιβάλλω για κτ. ποιος ξέρει; / κανείς δεν ξέρει, για κτ. εντελώς αβέβαιο και άδηλο. δεν ξέρει τι έχει: α. έχει πάρα πολλά χρήματα. β. αισθάνεται κάποια ακαθόριστη αδιαθεσία. ΦΡ το ξέρει κι η γάτα* (μου). ο Θεός ξέρει / ένας Θεός ξέρει, για κτ. αβέβαιο που κανένας δεν μπορεί να το ξέρει ή να το προβλέψει. ~ κπ. από την καλή* και από την ανάποδη. ~ κπ. / κτ. σαν την τσέπη* μου. δεν ξέρει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) άχυρο. β. κατέχω μια γνώση ως αποτέλεσμα μάθησης: Ξέρει καλά αγγλικά. Δεν ~ γράμματα. Ξέρεις καλή ορθογραφία; (έκφρ.) δεν ξέρει γρι* ελληνικά / γαλλικά / από μουσική κτλ. ΦΡ δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα*. || Ξέρει καλό κολύμπι. Tο μωρό δεν ξέρει ακόμα να περπατάει. || Ξέρει φλιτζάνι / χαρτιά, μπορεί και ερμηνεύει τα σημάδια τους. || διατηρώ στη μνήμη μου κτ. που διάβασα· αποστηθίζω: ~ το μάθημα απ΄ έξω. Ξέρει καλά το ρόλο της. 2. έχω συνείδηση, επίγνωση ενός πράγματος: ~ πολύ καλά τι κάνω. Δεν ξέρει τι θέλει. Ξέρεις τι λες; Δεν ξέρει τι να κάνει, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη και δυσάρεστη κατάσταση. Xωρίς να το ~… Mόνο η κόρη του ήξερε πόσο άρρωστος ήταν. Nα ΄ξερες τι σε περιμένει! Ξέρεις τι θα πει να χάνεις τους γονείς σου μικρός; Δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται. ~ τις υποχρεώσεις μου. Ξέρει πολύ καλά τι εννοώ, καταλαβαίνει. Ξέρει τις δυσκολίες γι΄ αυτό δεν αποφασίζει. Aν / να ήξερες πόσο σ΄ αγαπώ! (έκφρ.) δεν ξέρει τι του γίνεται*. 3. έχω την έμφυτη ικανότητα, το ταλέντο ή την πείρα να κάνω κτ. με επιτυχία· μπορώ: Ξέρει να εκφράζεται απλά και κατανοητά. Οι νέοι συνήθως δεν ξέρουν να ακούνε. Πρέπει να ξέρεις να λες «όχι». Tην ~ καλά την αγορά, τις συνθήκες που επικρατούν. Δεν ξέρει από επιχειρήσεις. || Δεν ξέρει να ζήσει. Ξέρει να ντύνεται. Ξέρει να τρώει, για άνθρωπο που γνωρίζει το τυπικό στο τραπέζι, αλλά και για άνθρωπο που φροντίζει το φαγητό του να είναι καλής ποιότητας. 4. έχω γνωριμία με κπ., γνωρίζω κπ.: Tον ~ από παλιά. Έλα να μας συστήσεις, γιατί δεν τον ~. Ξέρεις τον καινούριο μας καθηγητή; Ξέρει πολύ κόσμο. || (προφ.) ξερόμαστε, γνωριζόμαστε. (έκφρ.) δε θέλω να τον ~ / ούτε να τον ~, δε θέλω πια να έχω σχέσεις μαζί του. α. γνωρίζω το χαρακτήρα, τις συνήθειες κάποιου: Παιδί μου είναι και το ~. Mε ξέρεις και σε ~, γνωριζόμαστε πολύ καλά. Όπως τον ~ εγώ δεν τον ξέρει κανείς. β. (συνήθ. για δημόσιο πρόσωπο) γνωρίζω κπ. όχι προσωπικά, αλλά μόνο από πληροφορίες, μελέτες κτλ.: Δεν τον ~ αυτόν το συγγραφέα. Tον ξέρεις αυτόν; - Nαι, είναι κάποιος ηθοποιός. γ. (παρενθετικά): Είναι, ξέρεις, πολύ έξυπνος και καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ.

[μσν. ξέρω < (ε)ξέρω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐξεῦρον αόρ. του ρ. ἐξευρίσκω `ανακαλύπτω, ερευνώ΄ και νέος ενεστ. εξεύρω (η αποβ. του [v] ίσως από ανομ. σε φρ. με ακόλουθο δεύτερο [v] όπως: ξεύρεις βρε)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξέρω· εξέρω· εξεύρω· εξηύρω· ηξέρω· ηξεύρω· ξεύρω· μτχ. ενεστ. ξευράμενος.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Γνωρίζω, μου είναι κ. γνωστό (από προσωπική αντίληψη ή εμπειρία ή από πληροφορίες), ξέρω:
        • (Ερωφ. Δ́ 458
        • δεν ξεύρου τη ζωή του πόθου τη δροσάτη (Πανώρ. Γ́ 201· Λίβ. P 899
      • β) (με αντικ. πλάγια ερωτ. πρόταση):
        • ηξεύρουσιν … το κρέας το ημέτερον τι νοστιμάδαν έχει (Διήγ. παιδ. 363
      • γ) (με προηγ. αρνητ. μόρ. για να εκφραστεί απορία, αμηχανία ή απόγνωση του υποκειμένου):
        • απού τα δυο δεν ξεύρω ποιον να ποίσω (Κυπρ. ερωτ. 9114· Αχέλ. 2348, Ερωτόκρ. Δ́ 63
        • (παρενθετικά με ελλιπή πλάγια ερώτηση):
          • στέκομαι, δεν ξεύρω πώς, σ’ αγάπη κι εισέ μάχη (Ερωφ. Ά 27
      • δ) (με αντικ. ειδική πρόταση):
        • Δεν ξεύρεις και όντε τρω τινάς δεν πρέπει να δηγάται; (Φαλιέρ., Ιστ. 497
        • (εδώ και με σύστ. αντικ.):
          • Αν ηξερεμό να ξέρομε ότι να πει … (Πεντ. Γέν. XLIII 7
      • ε) (με υποκ. το Θεό, τους ουρανούς):
        • αλήθεια, το ομολογώ, ως ο Θεός το ξεύρει (Περί ξεν. 213· Πανώρ. Β́ 547
        • φρ. ο Θεός ηξέρει = προκ. για κ. άγνωστο ή αβέβαιο:
          • (Σταυριν. 995).
    • 2)
      • α) Γνωρίζω κάπ. προσωπικώς:
        • Ξεύρω τη, καθώς την ξεύρουν ούλοι (Πανώρ. Ά 96
        • (εδώ σε ιδιάζ. χρ. προκ. για τη συνάντηση του Μωυσή με το Θεό):
          • τον Μοσέ, ος τον ήξερεν ο Κύριος πρόσωπα προς πρόσωπα (Πεντ. Δευτ. XXXIV 10
      • β) γνωρίζω κάπ. από πληροφορίες, έχω ακούσει για κάπ.:
        • εσηκώθην βασιλιάς καινούργιος … ος δεν ήξερεν τον Ιοσέφ (Πεντ. Έξ. I 8
      • γ) γνωρίζω το χαρακτήρα κάπ.:
        • απαθείς άνθρωποι ευρίσκεσθε· εγώ ηξεύρω σας (Χειλά, Χρον. 357
      • δ) έχω ερωτικές σχέσεις, συνευρίσκομαι με κάπ.:
        • κορασίδα και ανήρ δεν την ήξερεν (Πεντ. Γέν. XXIV 16· Γέν. IV 1).
    • 3) (Προκ. για τόπο, περιοχή):
      • άνθρωπον εντοπικόν …, όπου καλά γαρ ήξευρεν τα μέρη της Πρινίτσας (Χρον. Μορ. P 4831· Πένθ. θαν. 184).
    • 4) (Προκ. για γλώσσα):
      • έξευρεν φράγκικα (Μαχ. 44033).
    • 5) Κατέχω (συγκεκριμένη γνώση), έχω εκπαιδευτεί, εξασκηθεί σε κ.:
      • Ξεύρω τέχνην, άρχοντά μου, ότι είμαι λιθογνώστης (Πτωχολ. A 54· Πεντ. Γέν. XXV 27
      • ηξεύρει να γράφει (Μπερτολδίνος 169).
    • 6) Μαθαίνω, πληροφορούμαι:
      • δεν είχανε ηξέρει ακόμη το κακό … οπού εσυνέβη (Χρον. σουλτ. 5926· Λίβ. P 2167
      • (με ειδική πρόταση):
        • ηξεύρετε ότι εις τούτο το ξύλον θέλει σταυρωθεί ο Υιός του Θεού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 204r
      • (εδώ και με σύστ. αντικ.):
        • Ηξερωμό να ξέρεις ότι … (Πεντ. Γέν. XV 13).
    • 7)
      • α) (Με κατηγ. του αντικ.) θεωρώ κάπ. ή κ. (ως …):
        • ήξευρεν αυτόν μέγαν μάγον (Χρον. 308· Ερωφ. Δ́ 459
        • (εδώ με προηγ. του κατηγ. την πρόθ. διά):
          • Τούτο ηξεύρω … δι’ αλήθειαν (Πόλ. Τρωάδ. 381
      • β) (με ειδική πρόταση στη θέση του κατηγ.):
        • τον Ιερεμίαν ξεύροντας το πως είναι εχθρός του (Παλαμήδ., Βοηβ. 767).
    • 8) Είμαι βέβαιος για κ.:
      • Κύριε Θεέ, με τι να ξέρω ότι να την κλερονομήσω; (Πεντ. Γέν. XV 8).
    • 9)
      • α) Καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι:
        • (Πεντ. Γέν. VIII 11
        • βλέπει, γνωρίζει την γραφήν, εξεύρει πόθεν έναι (Λίβ. Sc. 304· Πανώρ. Ά 267
      • β) συνειδητοποιώ:
        • τώρα ήξερα ότι μεγάλος ο Κύριος από όλους τους θεούς (Πεντ. Έξ. XVIII 11
      • γ) έχω επίγνωση, συνείδηση ενός πράγματος:
        • «Θεέ μου, άφες αυτοίς» … διότι δεν ηξεύρουσι τι κάμνουσι (Ροδινός 136
      • δ) διακρίνω, ξεχωρίζω:
        • τα παιδιά σας … δεν ηξέρουν σήμερα καλό και κακό (Πεντ. Δευτ. I 39· Γέν. III 5).
    • 10)
      • α) Αναγνωρίζω, καταλαβαίνω:
        • την Μαργαρώνα ουκ ήξευρεν (ενν. ο Ιμπέριος) ποσώς από τα ράσα, ουδέ εκείνη πάλι αυτόν διά την ασθένειάν του (Ιμπ. 741
      • β) αναγνωρίζω, αποδέχομαι:
        • έδωκαν το (ενν. το πουλάριν) βουβαλάρην, … άλλην μάνναν ουκ ηξεύρει, μόνον γαρ και τας βουβάλας (Πτωχολ. α 482).
    • 11)
      • α) Βάζω κ. στο νου μου· λαμβάνω, έχω κ. υπόψη μου:
        • Τίμησε τον πατέρα σου και την μητέρα ομάδι, τάδ’ έξευρε (Χούμνου, Κοσμογ. 2688· 2692, Ριμ. κόρ. 751
      • β) θυμούμαι, αναλογίζομαι:
        • (Διήγ. Αλ. G 27233
        • καλόν ένι τό έμαθες, πάντοτε να το ξεύρεις (Σπαν. B 171).
    • 12)
      • α) (Με αντικ. βουλητική πρόταση) έχω τη δυνατότητα, μπορώ να …:
        • τις να νικήσει από τους δυο δεν ξεύρουσι να πούσι (Ερωτόκρ. Δ́ 1742· Έ 1502, Περί ξεν. 53
        • (εδώ με τελικό απαρέμφ.· πβ. και σημασ. 5):
          • τυγχάνεις πάρηχος και ψάλλειν ουκ εξεύρεις (Προδρ. IV 84 χφ V κριτ. υπ.
      • β) (με αντικ. τις λ. βουλή, συμβούλευμα) μπορώ να συστήσω κ., να συμβουλεύσω:
        • να δώσει βουλήν … την καλλιότερην οπού να ηξεύρει (Ασσίζ. 22012· Πτωχολ. α 150
      • γ) φρ. τόσον ‑α) έξευρε(ν)/(ή ήξ‑) να … = με τέτοιο τρόπο μπόρεσε ή σκέφτηκε να …
        • (Χρον. Μορ. H 178, Βουστρ. 281, 15).
  • Αμτβ.
    • 1)
      • α) Γνωρίζω, είμαι ενήμερος:
        • είχεν ορισμόν από τον ρήγα ό,τι ποίσει να του πέψει αντίλογον … διά να ξεύρει (Μαχ. 17833· Ελλην. νόμ. 52423
      • β) (με επανάληψη στην περίπτωση που εκλαμβάνεται ως σωστό κ. που ειπώθηκε, αλλά στο οποίο αντιτάσσεται κ. πιο σημαντικό):
        • Ηξέρω, γιε μου, ηξέρω· απατά αυτός να είναι για λαός (Πεντ. Γέν. XLVIII 19).
    • 2) Αισθάνομαι· αντιλαμβάνομαι:
      • δεν έδωκεν ο Κύριος εσάς καρδιά να ξέρετε και μάτια να διείτε (Πεντ. Δευτ. XXIX 3).
    • 3) (Παρενθετικά για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα)
      • α) (στο ά πρόσ.) είμαι σίγουρος, βέβαιος:
        • Δύνασαι, ξεύρω, δύνασαι, τόσον καλόν να κάμεις (Ιστ. Βλαχ. 1663· Χρον. Μορ. P 6978
      • β) (στο β́ πρόσ.) μάθε, έχε υπόψη σου:
        • δυο συβαστικοί, ξεύρε, εμηνύσασί μου … (Ερωφ. Β́ 401
        • (συν. σε πρόταση που αιτιολογεί κ. που ειπώθηκε πιο πριν):
          • Δεν είμαστε, … μπλιο μας για πελελάδες. Κακά ταιριάζει ο έρωτας, ξεύρε, με τσι ψαράδες (Πανώρ. Γ́ 334
      • γ) φρ. σαν ξέρεις = για κ. που εξακολουθεί να συμβαίνει ή να ισχύει και είναι οικείο στο συνομιλητή:
        • (Ερωφ. Ά 205, Ά 334
      • δ) (στο β́ πρόσ., όταν κ. εκφράζεται με δισταγμό):
        • Ξεύρε, πολλά μ’ επρίκανες, μ’ ας ει συμπαθισμένο (Πανώρ. Έ 259).
  • Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. =
    • α) έμπειρος, ικανός:
      • ξευράμενος του πολέμου (Μαχ. 48412
    • β) γνωστός, οικείος:
      • ν’ απεθάνομεν με αφέντην ξευράμενον (Μαχ. 37425).

[<(η)ξεύρω - (ε)ξεύρω <αόρ. εξεύρον ή υποτ. εξεύρω του αρχ. εξευρίσκω. Ο τ. εκαι σήμ. ποντ. Ο τ. εξεύρω στο LBG. Οι τ. η‑ (Somav.), ηξεύρω (Meursius, ‑ειν) και ξεύρω (Βλάχ.) και σήμ. κυπρ., όπως και η μτχ. ξευράμενος (τ. ηξευράμενος στο Somav.). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξερώ,
βλ. ξερνώ.
[Λεξικό Κριαρά]
ξερωγίζω· εξερωγίζω· εξωρωγίζω· ξηρωγίζω.
  • 1) Αφαιρώ, αποσπώ τις ρώγες (σταφυλιού):
    • τον βότρυν ρίπτουν (ενν. οι ακανθόχοιροι) εις την γην και ξηρωγίζουσίν τον (Φυσιολ. (Legr.) 471).
  • 2) (Μεταφ.) προκ. για θανάτωση:
    • (Λέοντ., Αίν. V 38).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. ρώγα + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. ποντ. απορω(γ)ίζω (Παπαδ., ρρ‑). Ο τ. ξη‑ στο Du Cange (ξηρογύζειν). Λ. ιάζω σήμ. ιδιωμ. (Δημ. ρρ‑, Ζώης ρρο‑). Η λ. στο ΑΛΝΕ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες