Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξένη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξενηλασία η [ksenilasía] Ο25 : η απαγόρευση εισόδου ξένων σε μια χώρα ή η απέλαση ξένων από μια χώρα. || (μτφ.): ~ ή ισοτέλεια, για τις ξένες λέξεις που έρχονται στην ελληνική γλώσσα.

[λόγ. < αρχ. ξενηλασία `διώξιμο των ξένων στη Σπάρτη΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ξενηστικώνομαι.
  • Μένω εντελώς νηστικός·
    • (εδώ) νηστεύω (αυστηρά):
      • ξενηστικωθείτε, αγρυπνήσετε (Χριστ. διδασκ. 45).

[<επιτ. ξε‑ + επίθ. νηστικός + κατάλ. ‑ώνομαι. Πβ. τη λ. στο Somav. με διαφορ. σημασ. (<στερ. ξε‑) Σήμ. κοιν. ιδ. στη μτχ. παρκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες