Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νῶμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νωματάρχης ο [nomatárxis] Ο10 : (λαϊκ.) ενωμοτάρχης.

[< ενωμοτάρχης με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και παρετυμ. νομάτοι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες