Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νήσσα η [nísa] Ο25 : (λόγ., επιστ.) πάπια. ΦΡ ποιώ την νήσσαν, προσποιούμαι ότι δε γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κτ., αποφεύγω να πάρω θέση· ΣYN ΦΡ κάνω την πάπια.
[λόγ. < αρχ. νῆσσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νησσάρα η.
-
- Πάπια:
- (Μπερτολδίνος 155).
[<ουσ. νησσάρι + κατάλ. ‑α]
- Πάπια:
[Λεξικό Κριαρά]
- νησσάρι(ο)ν το.
-
- Αγριόπαπια:
- θηράσαι νησσάρια και γερανούς (Ιατροσ. κώδ. Ϡπή (έκδ. μισαρά))·
- (σε παρομοίωση):
- προς Βελισάρην οργήν εγύρισεν (ενν. ο βασιλεύς) και είχε τον ως νησσάριν (Ριμ. Βελ. ρ 532).
[μτγν. ουσ. νησσάριον - αρχ. νηττάριον. Τ. ‑ι σήμ. ιδιωμ.]
- Αγριόπαπια: