Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νώτον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νώτον το.
  • (Πληθ.) το πίσω μέρος του σώματος, η ράχη:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 34
    • φρ. δίδω νώτα σε κάπ., βλ. δίδω ΙΆ7γ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες