Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νω
25 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Nώε ο [nóe] Ο (άκλ.) : στις ΦΡ απ΄ τον καιρό του ~, για κτ. πολύ παλιό: Aυτό το φόρεμα το έχω απ΄ τον καιρό του ~. Έχω να τον δω απ΄ τον καιρό του ~. Aυτή η ταινία είναι απ΄ τον καιρό του ~. ο κατακλυσμός του ~, για πολύ δυνατή βροχή: Xτες έγινε ο κατακλυσμός του ~.

[λόγ. < ελνστ. Νῶε από τα εβρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νωθρεία η.
  • Οκνηρότητα, νωθρότητα:
    • μετά … νωθρείας … περιπατούντος (Βyz. Kleinchron. Ά 14888).

[μτγν. ουσ. νωθρεία]

[Λεξικό Κριαρά]
νωθρός, επίθ.
  • Νωθρός, ράθυμος:
    • (Έκθ. χρον. 2624).

[αρχ. επίθ. νωθρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νωθρός -ή -ό [noθrós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ενεργητικότητας και η βραδύτητα με την οποία αντιδρά στα διάφορα ερεθίσματα: ~ άνθρωπος. Είναι ~ στις κινήσεις / στη σκέψη. || που ταιριάζει σε νωθρό άνθρωπο: Nωθρές κινήσεις. Έχει νωθρή σκέψη / νωθρό μυαλό. νωθρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. νωθρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νωθρότητα η [noθrótita] Ο28 : η ιδιότητα του νωθρού: H ~ δεν του επιτρέπει να αναπτύξει καμιά δραστηριότητα. Πνευματική ~.

[λόγ. < αρχ. νωθρότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Κριαρά]
νώθω,
βλ. γνώθω.
[Λεξικό Κριαρά]
νωκέλλα η,
βλ. οκέλα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νωματάρχης ο [nomatárxis] Ο10 : (λαϊκ.) ενωμοτάρχης.

[< ενωμοτάρχης με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και παρετυμ. νομάτοι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νωμίτης ο [nomítis] Ο10 : (προφ.) ωμίτης.

[νώμ(ος) -ίτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νώμος ο [nómos] Ο18 : (λαϊκότρ.) ο ώμος.

[μσν. νώμος < αρχ. tμος με ανάπτ. αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ton-omo > tonomo > to-nomo] ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες