Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυχθημερόν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυχθημερόν [nixθimerón] επίρρ. χρον. : για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται, συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου ή σε μεγάλο διάστημα της ημέρας και της νύχτας, χωρίς διακοπή· νύχτα και μέρα: Δουλεύει ~.

[λόγ. < ελνστ. ουσ. νυχθήμερον τό `μερόνυχτο΄ μετακ. τόνου κατά το αυθημερόν]

[Λεξικό Κριαρά]
νυχθήμερον το· νυκτήμερον· νυκτόμερο.
  • Το χρονικό διάστημα μιας νύχτας και μιας ημέρας, μερόνυχτο, εικοσιτετράωρο:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 301r
    • δώδεκα νυκτήμερα … να ποιήσω εις τα εδικά μου (Διγ. Esc. 380 χφ κριτ. υπ. (έκδ. νυκτοήμ‑)).
  • Η αιτιατ. εν. επιρρ. = κατά τη διάρκεια του ημερονυκτίου, νύχτα-μέρα:
    • (Μαλαξός, Νομοκ. 411
    • Νυκτόμερο λογίζομαι τον πικραμένον κόπον (Ρίμ. θαν. 3).

[μτγν. ουσ. νυχθήμερον. Ο τ. ‑κτ‑ σε Γλωσσάρ. Ο τ. νυκτόμερο στο Βλάχ. (‑ον). Τ. νυχτουήμερον, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Επίρρ. νυχτοήμερα σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες