Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νυφίτσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νυφίτσα η [nifítsa] Ο25 : μικρό σαρκοβόρο θηλαστικό, συγγενικό με το κουνάβι, με αδύνατο σώμα που είναι σκεπασμένο με τρίχωμα κοκκινωπό στην πλάτη και άσπρο στην κοιλιά.

[μσν. νυφίτσα < νυμφίτσα με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] < αρχ. νύμφ(η) -ίτσα (επειδή έχει τη χάρη μικρής κοπέλας)]

[Λεξικό Κριαρά]
νυφίτσα η,
βλ. νυμφίτσα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες