Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυγμός ο [niγmós] Ο17 : 1.(λόγ.) τσίμπημα1β. 2. (μτφ.) ψυχικός ερεθισμός: Aισθάνθηκε ένα νυγμό ζηλοτυπίας. Οι νυγμοί του πάθους έκαναν την καρδιά του να πονάει.
[λόγ. < ελνστ. νυγμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- νυγμός ο.
-
- Κέντημα, τσίμπημα· ερεθισμός:
- νυγμός των οφθαλμών (Ιερακοσ. 40329).
[μτγν. ουσ. νυγμός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Κέντημα, τσίμπημα· ερεθισμός: