Παράλληλη αναζήτηση
125 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νυγμός ο [niγmós] Ο17 : 1.(λόγ.) τσίμπημα1β. 2. (μτφ.) ψυχικός ερεθισμός: Aισθάνθηκε ένα νυγμό ζηλοτυπίας. Οι νυγμοί του πάθους έκαναν την καρδιά του να πονάει.
[λόγ. < ελνστ. νυγμός]
- νυγμός ο.
-
- Κέντημα, τσίμπημα· ερεθισμός:
- νυγμός των οφθαλμών (Ιερακοσ. 40329).
[μτγν. ουσ. νυγμός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Κέντημα, τσίμπημα· ερεθισμός:
- νύκτα η· νύχτα· γεν. νυκτού· νυχτούς.
-
- 1)
- α) Νύχτα, το χρονικό διάστημα από τη δύση ως την ανατολή του ήλιου:
- (Πεντ. Γέν. I 5)·
- β) (η γεν. νυχτούς και η αιτιατ. εν. και πληθ. επιρρ.) κατά τη διάρκεια της νύχτας:
- (Πεντ. Γέν. XXXI 39)·
- την νύκταν βαρύν όνειρον είδα (Διήγ. Αλ. V 47· Ερωτοπ. 475)·
- γ) (συνεκδ.):
- Η νύκτα χάνει την τιμήν και η μέρα τηνε παίρνει (Σαχλ. N 98)·
- δ) (σε μεταφ.):
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1061])·
- Τη νύκτα μέρα βούλεσαι, σα να 'μου τυφλωμένος (Ερωφ. Δ́ 455)·
- ε) (προκ. να δηλωθεί συγκεκριμένη ώρα της νύχτας):
- εις τες δύο ώρες της νυκτού (Βουστρ. 10014)·
- στ) έκφρ. ο καιρός της νύκτας = η νύχτα:
- (Λίβ. Sc. 1444).
- α) Νύχτα, το χρονικό διάστημα από τη δύση ως την ανατολή του ήλιου:
- 2) Νύχτωμα, σούρουπο:
- έβγαινεν (ενν. ο πανιέρης) το μεσομέριν και δεν τους εγύριζεν ως τη νύκταν (Μαχ. 65421).
- 3) (Συνεκδ.) το σκοτάδι της νύκτας:
- εσπέρωσε και νύκτα βαθεία γίνη (Κορων., Μπούας 49).
- 4) (Σε προσωποπ.):
- έδειξεν τότ’ εξαστεριά … κι η νύκτα εκαλοφόρεσεν (Απόκοπ. 342· Ερωφ. Γ́ 182).
- Εκφρ.
- α) καθημερνό και νύκτα = διαρκώς, πάντοτε:
- (Θησ. ΙΒ́ [258])·
- β) (η)μέρα(ν) (και) νύκτα(ν), μερός-νυκτός, νύκτα(ν) (και την ή τε και) (η)μέρα(ν), ημέρας τε και νύκτας, νύκτες και τες ημέρες =
- (α) διαρκώς, πάντοτε (βλ. και ημέρα 1β):
- (Ερωτοπ. 304), (Διγ. Esc. 167), (Σκλάβ. 86)·
- (β) (με άρν.) ποτέ:
- δεν έχου ανάπαψη ουδέ νύκτα μηδέ μέρα (Ερωτόκρ. Ά 688· Διγ. Esc. 488· Κυπρ. ερωτ. 10621)·
- γ) νύκτα πολλά = βαθιά χαράματα, πολύ πριν ξημερώσει:
- (Αιτωλ., Μύθ. 793.)>
[<αιτιατ. εν. του αρχ. ουσ. νυξ. Η γεν. νυχτούς και σήμ. κυπρ. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Meursius]
- 1)
- νυκταλωπία η [niktalopía] Ο25 : 1.(ιατρ.) πάθηση κατά την οποία η οπτική ικανότητα μειώνεται στο δυνατό φως της ημέρας και αντίθετα, ενισχύεται στο ημίφως. 2. η ικανότητα που έχουν ορισμένα ζώα, όπως π.χ. η κουκουβάγια και η γάτα, να βλέπουν στο σκοτάδι.
[λόγ. < γαλλ. nyctalopie (-ie = -ία) < αρχ. νυκταλωπίασις `πάθηση των ματιών που εμποδίζει την όραση στο ημίφως: ικανότητα να βλέπει κπ. στο σκοτάδι ή και το αντίστροφο, να μη βλέπει΄]
- νυκτερεύω.
-
- Περνώ τη νύχτα κάνοντας κ.:
- ενυκτέρευεν εις την προσευχήν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ς́ 12).
[αρχ. νυκτερεύω. Τ. ‑χτ‑ σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]
- Περνώ τη νύχτα κάνοντας κ.:
- νυκτερίδα η· νυχτερίδα.
-
- 1) Νυχτερίδα:
- (Πουλολ. 165 κριτ. υπ.), (Σαχλ., Αφήγ. 69).
- 2) Προκ. για το νυκτοκόρακα (βλ. νυκτικόραξ):
- (Φυσιολ. (Zur.) XXVI13).
[αρχ. ουσ. νυκτερίς. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Νυχτερίδα:
- νυκτερινός, επίθ.
-
- 1) Που συμβαίνει, εκδηλώνεται τη νύχτα:
- (Ερμον. Ε 189)·
- νυκτερινός πόθος (Ροδολ. Ά 619).
- 2) (Προκ. για αστέρι) που φαίνεται, που λάμπει τη νύχτα
- (Ερμον. Β 293).
- 3) Νυκτόβιος:
- νυκτερινό πουλί (Ζήν. Έ 201).
[αρχ. επίθ. νυκτερινός. Η λ. και τ. ‑χτ‑ και σήμ.]
- 1) Που συμβαίνει, εκδηλώνεται τη νύχτα:
- νυκτή η.
-
- Νύχτα:
- όταν γαρ έλθει η νυκτή, ν’ αναπαυθεί ο κόσμος (Περί ξεν. 13 κριτ. υπ).
[πλάσμα <δοτ. εν. του αρχ. ουσ. νυξ]
- Νύχτα:
- νυκτήμερον το,
- βλ. νυχθήμερον.
- νυκτιά η· νυχτιά.
-
- Νύχτα·
- φρ.
- (1) αφήνω νυχτιά καλή, βλ. αφήνω Φρ. 8·
- (2) (ευχετικά) έχετε την καλή νυκτιά = ας είναι καλή, ήσυχη η νύχτα σας:
- (Ch. pop. 850).
- φρ.
[<ουσ. νύκτα + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Somav.]
- Νύχτα·