Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νους
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νους ο [nús] Ο15α : ΣYN μυαλό. 1α. η ανώτερη δύναμη για γνώση, από την οποία εκπηγάζει η νόηση, σε αντιδιαστολή προς την αίσθηση και τη βούληση· διάνοια: Ο (ανθρώπινος) ~ δεν μπορεί να συλλάβει το μυστήριο της δημιουργίας. Ο άνθρωπος υπέταξε τη φύση με τη δύναμη του νου του. Οι πνευματικές ασκήσεις οξύνουν το νου. Tο θείο το προσεγγίζουμε με το νου και με την ψυχή. Έρχεται κτ. / φέρνω κτ. στο νου μου, το σκέφτομαι. Mου εντυπώνεται κτ. στο νου, το θυμάμαι καλά. Ο ~ μου γυρίζει στα παλιά, αναπολώ. || Επιστημονικός / φιλοσοφικός ~, η ιδιαίτερη ικανότητα του νου σε κάποιον τομέα της γνώσης. β. σε εκφράσεις και σε ΦΡ για να δηλώσει: β1. λογική σκέψη: ο κοινός ~, η δυνατότητα ορθής σκέψης που διαθέτει ο μέσος άνθρωπος: Aρκεί ο κοινός ~ για να καταλάβεις ότι… κτ. δεν το χωράει* ο ~ μου. του λείπει* ο ~ / το μυαλό. χάνω το νου μου για κπ. / κάποιος μου παίρνει το νου, για παράφορο έρωτα: Έχασε το νου του, μόλις την είδε. Tου έχει πάρει το νου μια γυναίκα. σαλεύει ο ~ μου, τρελαίνομαι. ΠAΡ ΦΡ κοντά στο νου κι η γνώση*. β2. προσήλωση ή εμμονή της σκέψης σε κτ.: λέω* με το νου μου. ο ~ μου είναι κοντά σε κπ., τον σκέφτομαι συνεχώς. ο ~ μου πηγαίνει σε κπ. / σε κτ., σκέφτομαι ή θεωρώ πιθανό κπ. ή κτ.: Ο ~ του πηγαίνει στο κακό. Δεν πήγε ο ~ μου σ΄ εσένα / ότι θα με ζητούσες. φεύγει ο ~ μου από κπ. / από κτ., ξεχνώ, παύει να με απασχολεί κάποιος ή κτ. τρέχει* / ταξιδεύει* ο ~ μου. ξεδίνει* ο ~ μου. βγάζω κπ. / κτ. από το νου μου, παύω να ασχολούμαι με κπ. ή με κτ. βγάζω κτ. από το νου μου, εφευρίσκω, επινοώ. βά ζω κτ. στο νου μου, βάζω ένα στόχο ή κάνω μια υπόθεση: Όταν βάλει κά τι στο νου του, δεν του το βγάζεις με τίποτε. Mη βάζεις στο νου σου το κακό. βάζω κτ. με το νου μου, θεωρώ κτ. ενδεχόμενο: Δεν έβαλα με το νου μου ότι θα έλειπες. έχω στο νου μου, σκέφτομαι κπ. ή κτ. ή σκοπεύω να…: Σε είχα στο νου μου όλη την ημέρα. Έχω στο νου μου να του γρά ψω. ό,τι βάλει ο ~ σου / ο ~ του ανθρώπου, τα πάντα: Στην αγορά βρίσκεις ό,τι βάλει ο ~ σου. ο ~ του στο κεχρί*. έχω το νου μου σε κπ. / σε κτ., προσέχω να μην του συμβεί κτ.: Nα έχεις το νου σου στο παιδί. Έχω το νου μου, μην ανησυχείς! το νου σου!, πρόσεχε: Tο νου σου στο παιδί! Tο νου σου μη σε γελάσει! (λόγ.) έχω κατά νουν, σκοπεύω να… ή το έχω υπόψη μου. 2. (λόγ.) άνθρωπος με βαθιά σκέψη· διάνοια: Ο Aριστοτέλης ήταν μέγας ~. || Iθύνων* ~.

[1: αρχ. νοῦς· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. esprit]

[Λεξικό Κριαρά]
νους ο.
  • 1)
    • α) Νους, μυαλό, η διανοητική και αντιληπτική ικανότητα:
      • (Ερωφ. Γ́ 197), (Πανώρ. Έ 121
    • β) (σε μεταφ.):
      • ο νους μου εθανατώθην· και τις ειμί ουκ εγνώριζα (Λίβ. P 1573
    • γ) (σε σχ. υπαλλαγής):
      • Ω νου των προφητών λωλέ κι εύκαιρε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [407]
    • δ) προκ. για τη διανοητική κατάσταση κάπ.:
      • αρρωστημένη εις το κορμί, μα … γερή εις το νου (Διαθ. 17. αι. 103·).
  • 2) Κρίση· ευφυΐα, εξυπνάδα:
    • (Ερωφ. Β́ 274
    • αν έχεις νουν, Μυρτίνο, το ριζικόν αυτείνο να χάσεις μην τ’ αφήσεις (Πιστ. βοσκ. III 6, 276).
  • 3)
    • α) Φρόνηση, λογική:
      • (Φαλιέρ., Ρίμ. 206
      • ν’ αφήσει τον πόθο … το νου του να νικήσει (Ερωφ. Δ́ 672
    • β) το λογικό, η ικανότητα να σκέφτεται κάπ. σωστά:
      • ο νους μὄναι σαλεμένος (Ch. pop. 106· Ερμον. Ψ 12
      • (συχνά με επόμ. το ουσ. γνώση):
        • να λωλαθεί χάνοντας νου και γνώση (Ζήν. Έ 46
      • (σε μεταφ.):
        • η παιδωμή είναι τόση που μου σκοτείνιασε το νου (Ερωτόκρ. Γ́ 1212).
  • 4) (Συνεκδ.) προσοχή:
    • (Διγ. Esc. 932
    • εις χίλια μέρη ο νους μου διασκορπάται (Ερωφ. Ά 643).
  • 5) Πρόνοια, προνοητικότητα:
    • (Ασσίζ. 9416).
  • 6) Προαίσθηση:
    • ο νους μου … μου λέγει τίβοτας κακό πως θα σε βρει (Ερωφ. Β́ 85).
  • 7) Φαντασία·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • Τα φτερά που εσήκωσεν ο νους σου … βλέπεσαι, αδέρφι (Ερωτόκρ. Ά 347).
  • 8) Συνείδηση:
    • να σε γράψω μίαν ιστόριαν παλαιά, τον νου μου ν’ αναπάψω (Θησ. Πρόλ. [106]).
  • 9) Φιλοδοξία:
    • Τα Γιάννινα αφέντευσε … και διά τ’ Αγγελόκαστρον ο νους του τον εκίνα (Κορων., Μπούας 5).
  • 10)
    • α) Η καρδιά (ως έδρα των συναισθημάτων):
      • (Λίβ. P 2303), (Ch. pop. 526
    • β) (σε σχ. υπαλλαγής):
      • σε νουν ευγενικό στρατιώτω τιμημένω (Ροδολ. Ά 183
    • γ) ψυχική διάθεση:
      • ουκ αν μαλάξω πώποτε τον νουν του κύρη εγκλείστου (Προδρ. IV 434).
  • 11) Οι αισθήσεις:
    • όλος γαρ ο νους εκλείπει υπό της ροής το αίμα (Ερμον. Λ 8).
  • 12) Η ενέργεια του νου, οι σκέψεις:
    • (Ερωφ. Β́ 439), (Γ́ 235).
  • 13) Ανάμνηση, θύμηση:
    • Αρχή βασάνων, διήγησις … κι ο νους κινά το χέρι μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1855).
  • 14) Πνεύμα, πνευματική ικανότητα:
    • Η γλώσσα στίχους να μιλεί κι ο νους να κατεβάζει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39826· Έκθ. χρον. 4521).
  • 15) Γνώμη, απόφαση:
    • αλλάσσει νου και λογισμό (Ερωτοκρ. Β́ 87· Χρον. Μορ. H 6603
    • (σε μεταφ.):
      • ο νους μου εσέρνετο συχνιά σε μια μερά κι εις άλλη (Ερωφ. Αφ. 44).
  • 16) Νοοτροπία., τρόπος σκέψης:
    • να σου ειπώ το τι βουλήν κρατούσι (ενν. οι αβουγαδούροι) και εις τι νουν … περπατούσιν (Σαχλ., Αφήγ. 351
    • (σε σχ. υπαλλαγής):
      • Ω πεισματάρη νου συ των ανθρώπω (Πιστ. βοσκ. V 5, 168 (έκδ. πεισματάρικε νους· διόρθ. Κριαράς)).
  • 17) Πρόθεση, επιδίωξη, σκοπός:
    • ο νους τους ήτον πώς να μην με αφήσουν να περάσω (Διγ. Άνδρ. 3925· Χρον. Τόκκων 2651).
  • 18) Νόημα, σημασία:
    • (Προδρ. IV 30), (Ψευδο-Σφρ. 31430).
  • 19) (Θρησκ.) οι Νόες = οι αγγελικές δυνάμεις:
    • ο δικαιότατος κριτής μεθ’ άπαντας τους Νόας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 920).
  • 20) Με τα κτητ. μου, σου, κλπ., σε θέση προσωπ. αντων.:
    • πάντα ο νους σου μετά μένα να 'σαι (Βοσκοπ. 300· Φαλιέρ., Ιστ. 480).
  • Εκφρ.
  • 1) Εις τον νουν μου, στο νου μου, με τον νουν μου, μέσα στο νου, προς τον νουν μου, εν τῳ νοΐ μου =
  • (α) στο μυαλό μου, μέσα μου, ενδόμυχα:
    • (Προδρ. IV 25b χφ P κριτ. υπ.), (Ερωφ. Έ 412), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 281), (Ερωτόκρ. Β́ 552), (Χρον. Μορ. H 6760), (Πτωχολ. α 798
  • (β) με τη φαντασία μου:
    • (Χρον. Τόκκων 730), (Ερωφ. Γ́ 285).
  • 2) Με τον νουν μου = έχοντας τα λογικά μου, όντας υγιής διανοητικά:
    • (Διαθ. 17. αι. 841).
  • 3) Κατά νουν, βλ. κατά 12.
    • Φρ.
    • 1) Αναβιβάζει (ανεβάζει) ο νους μου, αναβιβάζω εις νουν, βλ. αναβιβάζω 4 φρ.
    • 2) Ανοίγω τον νου κάπ., βλ. ανοίγω Φρ. 6.
    • 3) Αποβγαίνω αχ τον νουμ μου, βλ. αποβγαίνω 1 φρ.
    • 4) Βάλλω εις νουν, κατά νουν, βλ. βάλλω 3β.
    • 5) Βάνει με ο νους = παίρνω την απόφαση:
      • (Διγ. Άνδρ. 38015).
    • 6) Βάνει ο νους κάπ. =
    • (α) βλ. βάνω 20α·
    • (β) φαντάζεται, αναλογίζεται:
      • (Φορτουν. Έ 258), (Φαλιέρ., Ιστ. 100).
    • 7) Βάνει ο νους μου πόθο σε κάπ. = έχω ερωτευθεί, ποθώ κάπ.:
      • (Ερωτόκρ. Ά 193).
    • 8) Βάνω άλλον νου = αναθεωρώ τις απόψεις μου, αλλάζω γνώμη:
      • (Θυσ. 729).
    • 9) Βάνω νουν, βλ. βάνω 20η.
    • 10) Βάνω στο(ν) (εις τον, με το, μες στον) νου(ν) μου, κατά νουν κ. =
    • (α) βλ. βάνω 20γ·
    • (β) συνειδητοποιώ, κατανοώ:
      • (Σπαν. A 475), (Πανώρ. Έ 251
    • (γ) προτίθεμαι, σκοπεύω:
      • (Φορτουν. Β́ 347), (Πανώρ. Γ́ 129).
    • 11) Βάνω το(ν) νου(ν) (μου) σε κ. ή κάπ. =
    • (α) βλ. βάνω 20δ·
    • (β) στρέφω την προσοχή μου σε κάπ.:
      • (Διγ. Esc. 1261).
    • 12) Βάνω στο νου κάπ. κ., βλ. βάνω 20στ.
    • 13) Βάνω στον νου μου κάπ., βλ. βάνω 20ε.
    • 14) Βάνω τον νου μου κάπου = σκέφτομαι διαρκώς κ.:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 585).
    • 15) Βαρώ τον νου κάπ. = προκαλώ συναίσθημα ανίας, κουράζω:
      • (Χρον. Μορ. P 482).
    • 16) Βγάζω από τον νου μου, βλ. βγάζω 1β.
    • 17) Βγαίνει κ. από το(ν) νου(ν) (μου), βλ. βγαίνω 1γ.
    • 18) Βγαίνω από (οκ) τον νουν (μου), βλ. βγαίνω 1δ.
    • 19) Βγαίνω ή είμαι έξω (όξω) του νου, βλ. έξω Ά2β φρ.
    • 20) Βγάνω από τον νουν μου, βλ. βγάνω 18δ.
    • 21) Βγάνω κάπ. από τον νουν του, βλ. βγάνω 11β.
    • 22) Γεμίζω στο νου μου = κάνω τη σκέψη, εξετάζω το ενδεχόμενο:
      • (Βεντράμ., Φιλ. 119).
    • 23) Γυρίζω τον νουν κάπ., βλ. γυρίζω ΙΆ8ε.
    • 24) Δεν με χωρεί ο νους μου = δεν αρκούμαι σε κ., είμαι ανήσυχος, ανικανοποίητος χαρακτήρας:
      • (Αγν., Ποιήμ. Ά 24).
    • 25) Δίδει μου ο νους μου = κάνω τη σκέψη, σκέφτομαι (πβ. και δίδω Β́1):
      • (Χρον. Μορ. H 8539).
    • 26) Δίδει ο νους μου = χαίρομαι, ξεδίνω:
      • (Ιμπ. 156), (Νεκρ. βασιλ. 8).
    • 27) Εγέμισέ (το) ο νους μου, βλ. γεμίζω 4.
    • 28) Είναι ο νους μου εις … =
    • (α) βλ. είμαι φρ. 17·
    • (β) συμφωνώ, συγκατατίθεμαι· αποφασίζω κ.:
      • (Διγ. Άνδρ. 35126), (Φαλιέρ. Ιστ. 598).
    • 29) Είναι ο νους μου μετά μένα, βλ. μετά Ά1δ.
    • 30) Εμβάζω κ. εις νουν = σκέφτομαι· επιδιώκω κ.:
      • (Διγ. Gr. 1038).
    • 31) Έρχομαι εις (τον) νουν (μου) =
    • (α) συνέρχομαι ύστερα απο λιποθυμία:
      • (Λιβ. Sc. 2675
    • (β) συνέρχομαι ύστερα από ξαφνικό δυσάρεστο γεγονός:
      • (Διγ. Άνδρ. 32126).
    • 32) Έχω στον, εις (τον) νου(ν) (μου) κάπ. ή κ. =
    • (α) σκέφτομαι, θυμάμαι:
      • (Ερωτοπ. 642), (Σπαν. A 353), (Σπαν. P 244
    • (β) σκοπεύω, σχεδιάζω:
      • (Χρον. Μορ. P 2735
    • (γ) έχω υπόψη μου, γνωρίζω:
      • (Διγ. Z 3353).
    • 33) Έχω νουν = είμαι στα λογικά μου, το μυαλό μου λειτουργεί σωστά:
      • (Ερωτόκρ. Ά 158), (Ανακάλ. 27).
    • 34) Έχω τον νουν (εις κάπ. ή κ.) = στρέφω την προσοχή μου (σε κάπ. ή κ.):
      • (Διγ. Esc. 1450, 491).
    • 35) Έχω το νου αλλού = σκέφτομαι άλλα πράγματα:
      • (Ερωτόκρ. Β́ 437).
    • 36) Έχω τον νουν άνω κάτω, βλ. άνω κάτω Φρ. 5.
    • 37) Θέτω τον νουν μου, βλ. θέτω 2ε.
    • 38) Κάνω όξω του νου, βλ. έξω 2β.
    • 39) Κατερωτώ τον νουν = απορώ θαυμάζω:
      • (Ιμπ. (Legr.) 856).
    • 40) Κείτεται ο νους μου εις κ. = σκοπεύω, σχεδιάζω κ.:
      • (Λιβ. Esc. 2671).
    • 41) Κομπώνω τον νουν μου = αυταπατώμαι, ξεγελιέμαι:
      • (Ερμον. Θ 52).
    • 42) Κρατώ στον νουν μου = θυμάμαι:
      • (Σπαν. A 48).
    • 43) Κρέμεται ο νους μου (εις έννοιαν), βλ. κρεμώ Φρ. 4.
    • 44) Κρίνω κ. εν τῳ νοΐ μου, βλ. κρίνω Φρ. 2.
    • 45) Λαμβάνω εις νουν, βλ. λαμβάνω Φρ. 11.
    • 46) Λέγει ο νους μου, βλ. λέγω Φρ. 3.
    • 47) Λέγω εις νουν, μέσα στο νου μου, βλ. λέγω Φρ. 8.
    • 48) Μερίζομαι κατά νουν, βλ. μερίζω Φρ.
    • 49) Μοιράζομαι κατά νουν, βλ. μοιράζω Φρ. 2.
    • 50) Ορθώνω τον νουν = εντείνω την προσοχή μου σε κ.:
      • (Βεντράμ., Φιλ. 8).
    • 51)
    • α) Ορμά (μου) ο νους (προς) κ. = αισθάνομαι την επιθυμία, την ανάγκη για κ.:
      • (Λίβ. N 1137), (Νεκρ. βασιλ. 9
    • β) έχω την ορμήν του νοός προς κ. = στρέφω την προσοχή, το ενδιαφέρον μου σε κ.·
      • (εδώ) αναλαμβάνω πολεμική επιχείρηση:
        • (Δούκ. 2397).
    • 52) Παίρνεται ο νους μου = αναστατώνομαι, τα χάνω:
      • (Κορών., Μπούας 22).
    • 53) Παίρνομαι από το νου μου, βλ. επαίρνω 1στ φρ.
    • 54) Παίρνω τον νουν κάπ. =
    • (α) κάνω κάπ. να παραφρονήσει, να χάσει τα λογικά του:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 164), (Σουμμ, Παστ. φίδ. Ά [359]
    • (β) ξελογιάζω, ξεμυαλίζω κάπ. (ερωτικά):
      • (Ερωτοπ. 200).
    • 55) Παρασαλεύω το νουν κάπ. (με υποκ. το ουσ. πόθος) = κάνω κάπ. να χάσει τη λογική του:
      • (Διγ. Esc. 867).
    • 56) Παρέρχεται ο νους μου = ταράζομαι, αναστατώνομαι:
      • (Διγ. Άνδρ. 32915).
    • 57) Πηγαίνει ο νους μου άνω κάτω = παθαίνω σύγχυση:
      • (Ευγέν. 1353).
    • 58) Ρίπτω εκ τον νουν μου κ. = ξεχνώ, λησμονώ:
      • (Σπαν. A 355).
    • 59) Σηκώνει ο νους μου = τρελαίνομαι, χάνω τα λογικά μου:
      • (Ερωτόκρ. Γ́ 84).
    • 60) Σηκώνω το νου κάπ. =
    • (α) αφαιρώ τη λογική από κάπ., τη δυνατότητα να σκέφτεται σωστά· κάνω κάπ. να παραφρονήσει:
      • (Μαχ. 65626), (Ερωφ. Ά 462
    • (β) ξελογιάζω, ξεμυαλίζω (ερωτικά):
      • (Φορτουν. Ιντ. ά 142).
    • 61) Σκορπίζω το νου μου, έχω το νου μου σκορπιστό = με απασχολούν ταυτόχρονα πολλές σκέψεις, πάει το μυαλό μου σε πολλά πράγματα:
      • (Ερωφ. Δ́ 33), (Πανώρ. Ά 215).
    • 62) Σκορπίζω (διασκορπίζω) το νου κάπ. = αφαιρώ τη λογική, τη φρόνηση από κάπ.:
      • (Ερωτόκρ. Ά 1057), (Πανώρ. Β́ 186).
    • 63) Σκοτίζεται ο νους μου = ταράζομαι, αναστατώνομαι:
      • (Περί ξεν. 354).
    • 64)
    • α) Στήνω (ιστήνω) τον νουν (εν εαυτῴ) = δίνω μεγάλη προσοχή, συγκεντρώνομαι:
      • (Βέλθ. 23), (Αξαγ., Κάρολ. Έ 336
    • β) στήνω τον νουν κατά + γεν. = εποφθαλμιώ, επιβουλεύομαι κάπ. ή κ.:
      • (Δούκ. 758).
    • 65) Στήνω στον νουν νου απέσω = βάζω σκοπό, επιθυμώ πολύ κ.:
      • (Θησ. (Foll.) I 93).
    • 66) Συμφέρω, συνηφέρνω το(ν) νουν μου, συμφέρει ο νους μου =
    • (α) ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι:
      • (Βελθ. 84, 851
    • (β) εξετάζω κ. πιο λογικά:
      • (Θυσ. 657).
    • 67) Συστρέφω τον νουν = στριφογυρίζω κ. στο μυαλό μου:
      • (Βέλθ. 725).
    • 68) Υπολαμβάνω τον νουν μου = σκέφτομαι, εξετάζω κ.:
      • (Ερμον. Θ 7).
    • 69) Φέρει ο νους μου κ. = μου έρχεται στο μυαλό, θυμάμαι:
      • (Φορτουν. Γ́ 199).
    • 70) Φέρνει ο λογισμός στο (ή κατά) νου(ν) =
    • (α) κάνω τη σκέψη, μου περνά από το μυαλό κ.:
      • (Φορτουν. Έ 402
    • (β) σκέφτομαι, θυμάμαι κ:
      • (Σπαν. A 13).
    • 71) Φέρνω τον νουν (μου) =
    • (α) αναλογίζομαι, σκέφτομαι:
      • (Φαλιέρ., Ρίμ. 219
    • (β) συνέρχομαι, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου:
      • (Βέλθ. 1186
    • (γ) συνέρχομαι ύστερα από δυσάρεστο ξαφνικό γεγονός:
      • (Διγ. Esc. 76).
    • 72) Φέρνω στο (ή κατά) νου(ν) = θυμάμαι, αναλογίζομαι:
      • (Ερωφ. Ά 357), (Διγ. Esc. 1786).
    • 73) Φεύγει ο νους μου = χάνω τις αισθήσεις μου:
      • (Φλώρ. 1634).
    • 74) Χάνεται ή χαούται ο νους μου =
    • (α) παραφρονώ:
      • (Βακτ. αρχιερ. 144
    • (β) ταράζομαι, αναστατώνομαι:
      • (Διγ. Esc. 312), (Διγ. Z 688).
    • 75) Χάνω τον νου(ν) μου, έχω τον νουν χαμένο =
    • (α) παραφρονώ:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 12818), (Ασσίζ. 39512
    • (β) ταράζομαι, αναστατώνομαι:
      • (Ροδολ. Έ 310
    • (γ) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
      • (Φορτουν. Γ́ 57).
    • 76) Ψηλώνει ο νους μου = έχω μεγάλες φιλοδοξίες, στοχεύω πολύ ψηλά:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 184).

[αρχ. ουσ. νους. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νουστούρης ο,
βλ. νεστόριος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες