Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομοθετώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομοθετώ [nomoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : α.για νομοθετικό σώμα που καταρτίζει, που συντάσσει νόμους: H βουλή νομοθετεί. || για νομοθέτη που γράφει και επιβάλλει νόμους. β. καθορίζω κτ. με νόμο: Οι αυξήσεις των δημόσιων υπαλλήλων έχουν νομοθετηθεί. Nομοθετημένες θέσεις στη δημόσια διοίκηση.

[λόγ. < αρχ. νομοθετῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
νομοθετώ.
  • I. Ενεργ.
    • Ά (Μτβ.) καθορίζω, ορίζω κ. με νόμους:
      • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 59).
    • Β́ (Αμτβ.) (με υποκ. το ουσ. νόμος) ορίζω, παρέχω τις διατάξεις σχετ. με κ.:
      • Ο δε μωσαϊκός νόμος … νομοθετεί … περί ιεροσύνης (αυτ. 59 (έκδ. ‑θέτει)).
  • II. (Μέσ.) αποδέχομαι, έχω νόμους:
    • προστάσσει (ενν. ο νόμος) τι να κάμουσιν οι άνθρωποι οι νομοθετούμενοι (αυτ. 58).

[αρχ. νομοθετέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες