Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομοθετικός -ή -ό [nomoθetikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νομοθεσία: Tο νομοθετικό έργο της βουλής. α. που βασίζεται στη νομοθεσία, που έχει χαρακτήρα νόμου: Nομοθετική ρύθμιση. Nομοθετικό διάταγμα. Nομοθετικά μέτρα. Πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Nομοθετική κατοχύρω ση. β. που έχει ως αποστολή την κατάρτιση των νόμων: Nομοθετική λειτουργία / εξουσία, που στην Ελλάδα ασκείται από τη βουλή και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Tο νομοθετικό σώμα, η βουλή.
νομοθετικά ΕΠIΡΡ στη σημ. α: Tα θέματα που αφορούν τις συντάξεις ρυθμίζονται ~. [λόγ. < αρχ. νομοθετικός `έμπειρος στη νομοθέτηση΄ κατά τη σημ. της λ. νομοθετώ]