Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομιμοφροσύνη η [nomimofrosíni] Ο30 : α.ο σεβασμός και η τήρηση των νόμων του κράτους. β. η πίστη σε ένα πολιτικό καθεστώς, που θεωρείται ως το μόνο νόμιμο: Δήλωση νομιμοφροσύνης.
[λόγ. νομιμόφρ(ων) -οσύνη]