Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομιμοφροσύνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομιμοφροσύνη η [nomimofrosíni] Ο30 : α.ο σεβασμός και η τήρηση των νόμων του κράτους. β. η πίστη σε ένα πολιτικό καθεστώς, που θεωρείται ως το μόνο νόμιμο: Δήλωση νομιμοφροσύνης.

[λόγ. νομιμόφρ(ων) -οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες