Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
νομή η.
  • 1)
    • α) Βοσκή:
      • (Metrol. 6011
      • φρ. νομήν ποιούμαι ή προσποιούμαι = νέμομαι, βόσκω:
        • (Διγ. Gr. 2357), (Διγ. Z 2784
    • β) βοσκότοπος:
      • (Δούκ. 30313).
  • 2)
    • α) Κατοχή, κυριότητα:
      • Περί του πραγμάτου τό ένι εις την νομήν του εκείνου οπού το εγόρασεν (Ασσίζ. 2874
    • β) επικαρπία, δικαίωμα καρπώσεως:
      • δώρημαν ουδέν χρήζει άνευ της νομής του πραγμάτου (Ασσίζ. 4073).
  • 3) Ηγεμονία, κυβέρνηση, διοίκηση:
    • ει μέν ευρούν ότι ζητεί με τρόπον δικαιοσύνης το κάστρον …, να του την δώσει την νομήν (Χρον. Μορ. H 8145).
  • 4) Άσκηση καθηκόντων (εδώ προκ. για αρχιεπίσκοπο):
    • υπήρχεν εις αρχιεπισκοπικήν αξίαν και νομήν ενεργών (Διάτ. Κυπρ. 50211).
  • 5) Συνήθεια, κανόνας, άγραφος νόμος:
    • τον δε πρώην πατριάρχην … τον αναθεμάτιζαν … ως ότι έβαλε κακήν νομήν εις την Εκκλησίαν (Ιστ. πατρ. 1059
    • κάμει (ενν. ο σουλτάνος) νομή και αρχή να δίδουν οι πατριάρχαι … πεσκέσιον της βασιλείας αυτού (Ιστ. πατρ. 10410).
  • 6) Δικαίωμα χρήσης ή εκμετάλλευσης:
    • Περί πηγαδίου και νομής να ποτίζουν (Βακτ. αρχιερ. 178).
  • 7) Κοίτη ποταμού:
    • Όταν … ο … Νείλος επαναστρέψῃ και προς ιδίαν την νομήν και τάφρον συνεισέλθῃ, … (Βίος Αλ. 3089).
  • Φρ.
  • 1) Βάλλομαι εις νομήν, βλ. βάλλω 11.
  • 2) Βάλλω εις νομήν =
  • (α) εγκαθιστώ κάπ. (άρχοντα) στην εξουσία:
    • (Χρον. Μορ. H 7367), (Μαχ. 30814
  • (β) (προκ. για το δικαστήριο) παρέχω σε κάπ. το δικαίωμα κατοχής και καρπώσεως ενός πράγματος:
    • (Ασσίζ. 41721, 16815).
  • 3) Μπαίνω εις την νομήν = αποκτώ (από το δικαστήριο) το δικαίωμα κατοχής και καρπώσεως ενός πράγματος:
    • (Ασσίζ. 41724).

[αρχ. ουσ. νομή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομή 1 η [nomí] Ο29 : φυτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των αγροτικών ζώων. || (επέκτ.) τόπος όπου υπάρχει νομή, χόρτο για τα ζώα.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. νομή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομή 2 η : (νομ.) η φυσική εξουσία ενός προσώπου επάνω σε κινητό ή σε ακίνητο πράγμα, με τη θέληση να το έχει δικό του (χωρίς η θέλησή του να στηρίζεται πάντοτε σε πραγματικό δικαίωμα)· (πρβ. κατοχή, κυριότητα). οιονεί ~, η άσκηση από κπ. συγκεκριμένων δικαιωμάτων σαν να ήταν δικαιούχος.

[λόγ. < ελνστ. νομή `κτήση΄ (αρχ. σημ. δες νομή 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες