Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοθευτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοθευτής ο [noθeftís] Ο7 : αυτός που νοθεύει κτ.

[λόγ. νοθεύ(ω) -τής (διαφ. το ελνστ. νοθευτής `που αμφισβητεί τη γνησιότητα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες