Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοητός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νοητός, επίθ.
  • 1)
    • α) Που μπορεί να νοηθεί· που γίνεται αντιληπτός μόνο με το νου:
      • οπώρας ουν δρεψάμενος … από λειμώνος νοητού (Γλυκά, Στ. Β́ 114
    • β) (προκ. για το Χριστό, την Παναγία ή άλλο ιερό πρόσωπο):
      • ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63· Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 429
      • ο νοητός Αυγερινός, … ο μέγας Πρόδρομος (Γεωργηλ., Θαν. 368
    • γ) (προκ. για το διάβολο):
      • (Πένθ. θαν. 592).
  • 2) Νοήμονας· που μπορεί να διανοηθεί τα πνευματικά:
    • νοητέ άνθρωπε, νόησον ότι … (Φυσιολ. Β 912).

[αρχ. επίθ. νοητός. Το ουδ. ως ουσ. σήμ. ιδιωμ. (‑ό). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοητός -ή -ό [noitós] Ε1 : 1.που μπορούμε να τον συλλάβουμε μόνο με το νου, με τη φαντασία και όχι με τις αισθήσεις· ιδεατός: Ο άξονας της γης είναι ένας ~ άξονας. Ο μεσημβρινός της γης είναι μία νοητή γραμμή. Ο ~ κόσμος. ANT πραγματικός. || (ως ουσ.) το νοητό. ANT αισθητό. 2. για κτ. που μπορεί να το καταλάβει, να το φανταστεί κανείς, συνήθ. όταν θέτουμε κτ. άλλο ως προϋπόθεση: H τεχνική εκπαίδευση δεν είναι νοητή χωρίς πρακτική άσκηση. Δεν είναι νοητό να έχουμε δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, είναι αδιανόητο.

[λόγ. < αρχ. νοητός `που μπορεί να γίνει αντιληπτός με το νου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες