Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοήμων -ων -ον [noímon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) α. που είναι προικισμένος με νοημοσύνη: Ο άνθρωπος είναι ζώο νοήμον. β. που έχει υψη λή νοημοσύνη: ~ άνθρωπος. Nοήμον άτομο. (έκφρ.) το νοήμον κοινό, για θεατές, ακροατές ή αναγνώστες, συνήθ. ειρωνικά για να δηλώσουμε το χαμηλό μορφωτικό και διανοητικό τους επίπεδο: Xοντρά αστεία που προκαλούν το γέλιο στο νοήμον κοινό. || (ως ουσ.) ο νοήμων.
[λόγ. < αρχ. νοήμων]