Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηστεία η [nistía] Ο25 : 1α.αποχή από ορισμένες τροφές, ζωικής κυρίως προέλευσης, που επιβάλλεται για θρησκευτικούς λόγους και για ορισμένες ημέρες: Kάνω ~ για τη Σαρακοστή. Kρατώ / τηρώ / χαλώ* / καταλύω τη ~. Οι ασκητές ζουν με ~ και προσευχή. || (επέκτ., προφ.) αναγκαστική αποχή από ορισμένες απολαύσεις ή πολύ αυστηρή δίαιτα. ΦΡ ~ και προσευχή, για περίοδο που κάποιος ζει με στερήσεις και που συγχρόνως αφιερώνεται με ζήλο σε ένα έργο. β. το χρονικό διάστημα που διαρκεί η νηστεία: H ~ της Mεγάλης Εβδομάδας / της Σαρακοστής / του Δεκαπενταύγουστου. 2. αποχή από την τροφή ή περιορισμός της ποσότητας της τροφής που τρώει κάποιος.
[λόγ. < αρχ. νηστεία (ως χριστιανική αρχή ελνστ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νηστεία η· νήστεια· νηστειά.
-
- 1)
- α) Αποχή από τροφή, ασιτία:
- (Φυσιολ. Β 55)·
- β) (σε μεταφ.):
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [38]).
- α) Αποχή από τροφή, ασιτία:
- 2)
- α) (Θρησκ.) νηστεία:
- νηστειά ή δέηση (Θησ. (Foll.) I 121· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 77)·
- φρ. κάμνω νηστείαν = νηστεύω:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 76v)·
- β) (συνεκδ.) εγκράτεια (στο φαγητό):
- Διά την νήστεια θε να πώ …, γιατ’ έχει και άλλες αρετές (Δεφ., Σωσ. 297).
- α) (Θρησκ.) νηστεία:
- 3) (Χρον.)
- α) προκ. για περίοδο νηστείας:
- τετραδοπαράσκευον ή νήστεια (Γεωργηλ., Θαν. 562)·
- β) προκ. για την Τεσσαρακοστή πριν από το Πάσχα:
- Κυριακῄ τρίτῃ των νηστειών (Ιστ. Ηπείρ. XXXIV3)·
- γ) προκ. για το Ραμαζάνι των Τούρκων:
- (Έκθ. χρον. 792).
- α) προκ. για περίοδο νηστείας:
[αρχ. ουσ. νηστεία. Ο τ. νή‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ειά από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]
- 1)