Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νημάτιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νημάτιο το [nimátio] Ο40 : 1.(λόγ.) λεπτό νήμα. 2. (ανατ.) λεπτή νηματοειδής απόληξη.

[λόγ. νηματ- (νήμα) υποκορ. -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες