Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νερούτσικον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νερούτσικον το.
  • Νερό (υποκορ.):
    • (Προδρ. IV 398
    • νερούτσικον εφέρασιν τα χέρια τους να νίψουν (Αχιλλ. (Smith) N 644).

[<ουσ. νερόν + κατάλ. ‑ούτσικον. Η λ. στο Du Cange (‑τζ‑, λ. νερόν) και σήμ. ιδιωμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες