Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεογενής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νεογενής, επίθ.
  • Που μόλις δημιουργήθηκε· νέος, καινούργιος (εδώ σε ιδιάζ. χρ. προκ. για φωτιά):
    • οι γηγενείς … άπτουσι νεογενές πυρ εκ σιδήρων (Μάρκ., Βουλκ. 3431).

[αρχ. επίθ. νεογενής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες