Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νεάνις η· γεν. εν. νεάνις, (Ασσίζ. 9717)· αιτιατ. εν. νεάνιν, (Φλώρ. 203).
-
- Νεαρό κορίτσι:
- (Ασσίζ. 9730).
[αρχ. ουσ. νεάνις. Τ. ‑ιδα σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- Νεαρό κορίτσι:
[Λεξικό Κριαρά]
- νεανίσκος ο.
-
- 1) Νεαρός άντρας:
- (Χειλά, Χρον. 348).
- 2) Προκ. για νεαρό γεράκι:
- (Ιερακοσ. 34322).
[αρχ. ουσ. νεανίσκος]
- 1) Νεαρός άντρας: