Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναύαρχος ο [návarxos] Ο20α : (στρατ.) ο ανώτατος βαθμός στην ιεραρχία του πολεμικού ναυτικού, τον οποίο στην Ελλάδα φέρει μόνο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Aμύνης, όποτε προέρχεται από το πολεμικό ναυτικό.
[λόγ. < αρχ. ναύαρχος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ναύαρχος ο· ναυάρχος.
-
- Αρχηγός στόλου:
- ο ουν των Ενετών στόλος είχε ναυάρχον … (Ψευδο-Σφρ. 22823).
[αρχ. ουσ. ναύαρχος. Για τον τ. πβ. ναυάρχης. Η λ. και σήμ.]
- Αρχηγός στόλου: