Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέω
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωκόρος ο [neokóros] Ο18 θηλ. νεωκόρος [neokóros] Ο35 & νεωκόρισσα [neokórisa] Ο27 : αυτός που φροντίζει για την καθαριότητα, την τάξη και την ασφάλεια ενός ενοριακού ναού· εκκλησάρης.

[λόγ. < αρχ. νεωκόρος `επιστάτης αρχαίου ναού΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· νεωκόρ(ος) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
νεωκόρος ο.
  • Επιστάτης ναού:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 132).

[αρχ. ουσ. νεωκόρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεώριο το [neório] Ο42 : τμήμα πολεμικού λιμανιού, όπου ανέλκυαν τα πλοία για να τα προστατεύουν και για να τα επισκευάζουν. || (επέκτ.) οποιοσδήποτε χώρος σε λιμάνι, στον οποίο κατασκευάζονται ή επισκευάζονται πλοία: Tο ~ της Σύρου.

[λόγ. < αρχ. νεώριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεώσοικος ο [neósikos] Ο19 : υπόστεγο με χωρίσματα, κοντά στην ακτή πολεμικού λιμανιού, όπου στεγάζονταν τα πλοία.

[λόγ. < αρχ. νεώσοικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτερίζω [neoterízo] Ρ2.1α : εισάγω ή δέχομαι νέες αντιλήψεις, νέα συστήματα που δημιουργούν ριζική ανανέωση σε έναν τομέα δραστηριότητας.

[λόγ. < αρχ. νεωτερίζω (κυρ. στην πολιτική)]

[Λεξικό Κριαρά]
νεωτερίζω.
  • (Μέσ.) μιμούμαι τους νέους, φέρομαι με νεανική ελαφρότητα:
    • Ει μοναχός πράττει τά άπερ οι νεωτεριζόμενοι πράττουσιν, αφοριζέσθω χρόνους γ́ (Μαλαξός, Νομοκ. 210).

[αρχ. νεωτερίζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νεωτερικός, επίθ.
  • Επαναστατικός:
    • οι Αιγύπτιοι … εφοβούνταν μήποτες κάμει (ενν. ο Μωυσής) τίποτες νεωτερικόν εις την Αίγυπτον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 156r
    • φρ. έρχομαι εις λόγους νεωτερικούς =
      • (α) απειλώ με στασιασμό, επανάσταση:
        • (Ψευδο-Σφρ. 23819‑20
      • (β) διαπληκτίζομαι:
        • (Ψευδο-Σφρ. 40618).

[μτγν. επίθ. νεωτερικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτερικός -ή -ό [neoterikós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η υιοθέτηση και εφαρμογή νέων αντιλήψεων, συστημάτων και μεθόδων· νεωτεριστικός: Nεωτερική ποίηση. νεωτερικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. νεωτερικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτερισμός ο [neoterizmós] Ο17 : I.υιοθέτηση και εφαρμογή νέων αντιλήψεων, συστημάτων και μεθόδων: Εισάγω (τολμηρούς) νεωτερισμούς στην παιδεία / στην τέχνη / στη διοίκηση, καινοτομίες. II. (παρωχ., συνήθ. πληθ.) για είδη αντρικού ή γυναικείου ρουχισμού, της τελευταίας μόδας. || ως τίτλος εμπορικού καταστήματος που πουλάει είδη εξωτερικού ρουχισμού: Kατάστημα νεωτερισμών.

[λόγ.: I: αρχ. νεωτερισμός (κυρ. στην πολιτική, συνήθ. μειωτ.)· II: σημδ. γαλλ. nouveauté (πληθ. -és)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεωτεριστής ο [neoteristís] Ο7 θηλ. νεωτερίστρια [neoterístria] Ο27 : αυτός που εγκαταλείπει τις παλιές αντιλήψεις, τις παλιές μεθόδους και δέχεται ή χρησιμοποιεί νέες: Nεωτεριστές που προέρχονται από τον προοδευτικό χώρο και που έρχονται σε αντίθεση με τους συντηρητικούς. || (ως επίθ.): ~ πολιτικός.

[λόγ. < ελνστ. νεωτεριστής· λόγ. νεωτερισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες