Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νέον το [néon] & νέο το [néo] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο, ευγενές αέριο, που το χρησιμοποιούν κυρίως για την κατασκευή λαμπτήρων οι οποίοι εκπέμπουν πορτοκαλί φως. || (ως άκλ.): Λάμπες / επιγραφές ~, με νέον.
[λόγ. < αγγλ. neon (στη νέα σημ.) < αρχ. νέον, ουδ. του επιθ. νέος· προσαρμ. στη δημοτ. με αποβ. του τελικού [n] ]
- νεοναζί ο [neonazí] Ο (άκλ.) πληθ. και νεοναζήδες : οπαδός του νεοναζισμού.
[λόγ. < γερμ. Neonazi (Neo- = νεο-)]
- νεοναζισμός ο [neonazizmós] Ο17 : ιδεολογικοπολιτικό κίνημα που αναπτύχθηκε, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε κράτη της δυτικής Ευρώπης και που προσπαθεί να αναβιώσει το πνεύμα του ναζισμού.
[λόγ. < γερμ. Neonazismus < Neonaz(i) = νεοναζ(ί) -ismus = -ισμός]
- νεοναζιστής ο [neonazistís] Ο7 θηλ. νεοναζίστρια [neonazístria] Ο27 : οπαδός του νεοναζισμού· νεοναζί.
[λόγ. < γερμ. Neonazist (Neo- = νεο-, -ist = -ιστής)· λόγ. νεοναζισ(τής) -τρια]
- νεοναζιστικός -ή -ό [neonazistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νεοναζισμό ή με τους νεοναζιστές.
[λόγ. νεοναζιστ(ής) -ικός μτφρδ. γερμ. neo nazistisch]
- νεόνυμφος, επίθ.· θηλ. νεόνυμφη· νεόνυφος· πληθ. νεονυφάδες.
-
- Που πρόσφατα παντρεύτηκε·
- το αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = νιόπαντρο ζευγάρι:
- όπως … εις πόθον βάλῃ (ενν. η Αφροδίτη) τους νεόνυμφους (Ερμον. Α 220).
- το αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = νιόπαντρο ζευγάρι:
- Το θηλ. ως ουσ. =
- α) νιόπαντρη κοπέλα· (νιόπαντρη) σύζυγος:
- (Διγ. Esc. 668)·
- υπήγαινε σεμνά …, … ώσπερ κάμνουσιν όλες οι νεονυφάδες (Θησ. Θ́ [403])·
- εκάθετον (ενν. ο Θησεύς) με την νεόνυφόν του (Θησ. Β́ [21])·
- β) μνηστή, αυτή που πρόκειται να παντρευτεί:
- έγινες νεόνυμφος … ενός απ’ αυτουνούς τους δυο (Θησ. Έ [1025]).
- α) νιόπαντρη κοπέλα· (νιόπαντρη) σύζυγος:
[μτγν. επίθ. νεόνυμφος. Το θηλ. ‑η στο Somav. Ο τ. νεόνυφος η, κ.ά. σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ. ως ουσ. στον πληθ. του αρσ. και στο θηλ. ‑η, λαϊκ. νιόνυφη]
- Που πρόσφατα παντρεύτηκε·
- νεόνυμφος -η -ο [neónimfos] Ε5 : που μόλις παντρεύτηκε ή που παντρεύτηκε πρόσφατα· νιόπαντρος. || (ως ουσ.) ο νεόνυμφος, θηλ. νεόνυμ φη: Tο ζεύγος των νεονύμφων.
[λόγ. < ελνστ. νεόνυμφος]