Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάρκωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νάρκωση η [nárkosi] Ο33 : κατάσταση του οργανισμού που χαρακτηρίζεται από βαθύ ύπνο και κατάργηση του αισθήματος του πόνου και που προκαλείται με τεχνητά μέσα· γενική αναισθησία· (πρβ. ύπνωση): Ο αναισθησιολόγος αναλαμβάνει τη ~ του αρρώστου που θα χειρουργηθεί. Συνέρχομαι από τη ~. H χειρουργική επέμβαση έγινε υπό ~. Bαθιά / ελαφριά ~. Δίνω ~, ναρκώνω. Παίρνω ~, ναρκώνομαι. || Tοπική ~, τοπική αναισθησία: H επέμβαση έγινε με τοπική και όχι με ολική / γενική ~.

[λόγ. < αρχ. νάρκω(σις) `μούδιασμα΄ -ση σημδ. γαλλ. narcose (στη νέα σημ.) < αρχ. νάρκωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες