Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μῶρον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μωρόν το· μωρό.
  • Βρέφος, μικρό παιδί:
    • Σαν το μωρό εκομπώθηκα οπού δεν έχει γνώση (Ερωτόκρ. Ά 1199
    • (σε θέση επιθετ. προσδ.):
      • Μωρόν παιδίν (Κυπρ. ερωτ. 1815).

[ουδ. του επιθ. μωρός ως ουσ. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες