Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μήλον το· μήλο.
-
- 1)
- α) Ο καρπός της μηλιάς, μήλο:
- (Ζήν. Β́ 54), (Ασσίζ. 4971)·
- (προκ. για το μήλο της Έριδος):
- το μήλο το δικασιμιό εμένα να χαρίσεις (Φορτουν. Ιντ. ά 106)·
- β) (ως προσηγορία αγαπημένης γυναίκας):
- Ανάστα, …, μεμυρισμένον μήλον (Διγ. Z 1842).
- α) Ο καρπός της μηλιάς, μήλο:
- 2) (Γενικά) καρπός δέντρου:
- (Ερωτόκρ. Β́ 311).
- 3) Αντικείμενο σφαιρικού σχήματος
- α) προκ. για κόσμημα φορεσιάς:
- το μήλον επαινώ που κρέμεται εις εκείνην (ενν. την καδένα) (Γεωργηλ., Θαν. 147)·
- β) προκ. για κόσμημα της λυχνίας που βρισκόταν στη Σκηνή του Μαρτυρίου:
- (Πεντ. Έξ. XXV 31)·
- γ) ως έμβλημα εξουσίας:
- εκράτιε (ενν. ο βασιλεύς) εις το ζερβόν του χέρι ένα μήλο, ήγουν αφέντης του κόσμου (Hagia Sophia ω 5385).
- α) προκ. για κόσμημα φορεσιάς:
- 4) (Μεταφ.)
- α) η ομορφιά, κ. το εκλεκτό:
- το μήλον της σαρκός (Λίβ. Esc. 659· Ερωτόκρ. Γ́ 76)·
- β) (στον πληθ.) οι μαστοί των γυναικών:
- (Βέλθ. 714), (Θησ. ΙΒ́ [616])·
- γ) τα μέρη των παρειών που προεξέχουν, παρειές:
- τα μήλα του προσώπου των να φαίνονται ως ρόδα (Φλώρ. 811).
- α) η ομορφιά, κ. το εκλεκτό:
[αρχ. ουσ. μήλον. Ο τ. και σήμ.]
- 1)