Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μώλωπας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μώλωπας ο [mólopas] Ο5 : μελανιά επάνω στο ανθρώπινο δέρμα, η οποία οφείλεται κυρίως σε χτύπημα και συνήθ. συνοδεύεται από πρήξιμο: Tο αυτοκίνητό του ανατράπηκε, ο ίδιος όμως τη γλίτωσε με μερικούς μώλωπες κι επιπόλαια τραύματα.

[λόγ. < αρχ. μώλωψ, αιτ. -ωπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες