Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύωπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύωπας ο [míopas] Ο5 : αυτός που πάσχει από μυωπία, που βλέπει καθαρά μόνο τα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται κοντά.

[λόγ. < αρχ. μύωψ, αιτ. μύωπα `που μισοκλείνει τα μάτια για να δει, μύωπας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες