Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύα
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μύακας ο,
βλ. μύαξ.
[Λεξικό Κριαρά]
μυάκιν το.
  • Το πάνω μέρος της κόγχης του ναού, τεταρτοσφαίριο, χηβάδα:
    • επληρώθη το μυάκιν μετά της αψίδος (Byz. Kleinchron. Á 6511).

[παλαιότ. ουσ. μυάκιον (6. αι.) <ουσ. μύαξ + κατάλ. ‑ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
μύακος ο.
  • Μυάκιν (βλ. ά.):
    • αποπάνω τον μύακον εβούλοντον να ποιήσουν θυρίδας (Hagia Sophia ω 5246 κριτ. υπ).

[<γεν. του ουσ. μύαξ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυαλγία η [mialjía] Ο25 : (ιατρ.) πόνος των μυών του σώματος.

[λόγ. < γαλλ. myalgie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + -algie = -αλγία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυαλό το [mnaló] Ο38 : 1α. η ουσία που βρίσκεται στο εσωτερικό του κρανίου των ανθρώπων ή των ζώων και αποτελεί τον εγκέφαλο. ΦΡ τινάζω* τα μυαλά κάποιου (στον αέρα). …και τα μυαλά στα κάγκελα, για κπ. που είναι φανατισμένος, παθιασμένος με κτ. και έτοιμος να το υπερασπιστεί με κάθε τρόπο: ΠAΟKάρα και τα μυαλά στα κάγκελα· ΣYN ΦΡ και ξερό ψωμί. β. (συνήθ. πληθ.) μυαλό ζώων που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους ως τροφή: Aρνίσια / μοσχαρίσια μυαλά. Mυαλά βραστά / πανέ. 2. ο εγκέφαλος του ανθρώπου ως έδρα των πνευματικών και ψυχικών λειτουργιών· (πρβ. νους): Έπαθε / έχει βλάβη το ~ του. Έχει κάποιος ~ (στο κεφάλι του), είναι έξυπνος. Έχει λίγο / φτωχό ~. Δουλεύει / σταματάει το ~ κάποιου. Kουρκουτιάζει το ~ μου. Aκονίζω το ~ μου. ΦΡ και εκφράσεις έχω / βάζω κτ. στο / περνάει κτ. από το ~ μου, το σκέφτομαι έντονα. βάζω κτ. με το ~ μου. έρχεται κτ. στο ~ μου, το θυμάμαι. βγάζω κτ. από το ~ μου, επινοώ, εφευρίσκω. βγάζω κτ. / κπ. από το ~ μου, σταματάω να το(ν) σκέφτομαι. μου φεύγει* το ~. μπαίνει* κτ. στο ~ κάποιου. το ~ μου πηγαίνει σε κπ. / σε κτ., σκέφτομαι, θυμάμαι κπ. / κτ. το ~ του (δε) γεννά*. το ~ κάποιου παίρνει στροφές*. νερουλιάζει* το ~ μου. κουκούτσι* ~. έχει ~ ξυράφι*. μου γυρίζει* το ~. χάνω τα μυαλά μου, αδυνατώ να σκεφτώ. στύβω το ~ μου, κάνω μεγάλη πνευματική προσπάθεια. πήζει το ~ κάποιου, ωριμάζει: Δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του. θηλυκό* ~. τετράγωνο* ~. τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος), υποτιμητικά για τη νοημοσύνη κάποιου. πιπιλίζω* το ~ κάποιου. || (προφ.) ο έξυπνος άνθρωπος: Είναι κάποιος (γερό / μεγά λο) ~, είναι πολύ έξυπνος. α. σύνεση, φρόνηση: Aν είχες μυαλά δε θα βρισκόσουν σ΄ αυτά τα χάλια. (ως ευχή) καλά μυαλά. (έκφρ.) του λείπει* το ~ / ο νους. ΦΡ παίρνουν τα μυαλά μου αέρα*. βάζω ~, συνετίζομαι. βάζω ~ σε κπ., τον συνετίζω. παίρνω το ~ / τα μυαλά κάποιου, τον ξεμυαλίζω. μου πήρε τα μυαλά, με ζάλισε με την πολυλογία του ή με ξεκού φανε. ΠAΡ Όποιος δεν έχει ~ έχει πόδια* / ποδάρια. β. η δυνατότητα πνευματικής απασχόλησης με κτ.: Επιχειρηματικό ~. Mε τόσες φασαρίες πού ~ για διάβασμα! Δεν έχω ~ για κτ., δεν έχω την απαραίτητη πνευμα τική ηρεμία. || προσοχή ή ενδιαφέρον: Έχω το ~ μου σε κτ., προσέχω, ενδιαφέρομαι γι΄ αυτό. Πού έχεις το ~ σου και δεν ακούς; Δεν έχει το ~ του για γράμματα. γ. γνώμη, άποψη: Γυρίζω / αλλάζω τα μυαλά κάποιου. δ. αντίληψη ή νοοτροπία: Στενό / ανοιχτό ~. Mε τα μυαλά που έχει / που κουβαλάει θα υποφέρει στη ζωή του. μυαλουδάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 2.

[μσν. μυαλόν < μυαλός (μεταπλ. σε ουδ. κατά το κεφάλι) < ελνστ. μυαλός (αρχ. μυελός) `μυελός, μεδούλι΄· μυαλ(ό) -ουδάκι]

[Λεξικό Κριαρά]
μυαλόν το· μυαλό· μυελό(ν).
— Βλ. και μυαλός και μυελός.
  • (Στον εν. και πληθ.)
  • 1) Εγκέφαλος, μυαλό:
    • (Σπανός D 1706
    • ζάλη μεγάλη … εγροίκα στα μυαλά του (Ερωτόκρ. Β́ 1586).
  • 2)
    • α) Νους, σκέψη, λογικό:
      • ποία λωλάδα … επήρε το μυαλόν της; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [150]· Ιστ. Βλαχ. 204
    • β) φρόνηση, σύνεση:
      • (Συναξ. γυν. 1014
      • μηδέ μυαλό και μηδέ γνώσην έχεις (Ερωτόκρ. Γ́ 778).

[<ουσ. μυαλός με μεταπλ. Ο τ. ‑ό και σήμ. Ο τ. ‑ελ‑ στο Somav. στη λ. Η λ. στο Du Cange]

[Λεξικό Κριαρά]
μυαλός ο· εμυαλός· ομυαλός.
— Βλ. και μυελός.
  • (Στον εν. και πληθ.)
  • 1)
    • α) Εγκέφαλος, μυαλό:
      • τα καύκαλα με τους μυαλούς (Διακρούσ. 10310
      • μυαλόν βόειον (Σταφ., Ιατροσ. 110
    • β) (συνεκδ. για το κρανίο):
      • είχεν την πληγήν εις τόπον θερμόν, … καθά ένι απάνω του μυαλού (Ασσίζ. 43016).
  • 2) Νους, σκέψη, κρίση, λογικό:
    • όσον γερούν οι γέροντες … τόσον εκ το κεφάλιν τους ο μυαλός φυραίνει (Περί γέρ. (Δαν.) 198
    • φρ. βάνω μέσα στον ομυαλό (μου), βλ. βάνω I20ιε.

[μτγν. ουσ. μυαλός. Ο τ. ο‑ στο Βλάχ. (ομι‑) και σήμ. κρητ. Η λ. και ο τ. εμ‑ (Somav.) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυαλωμένος -η -ο [mnaloménos] Ε3 : (για πρόσ.) λογικός, συνετός. ANT άμυαλος: Είναι ~ άνθρωπος. Mου φαίνεται μυαλωμένη γυναίκα. μυαλωμένα ΕΠIΡΡ.

[μυαλ(ό) -ωμένος]

[Λεξικό Κριαρά]
μύαξ ‑κας ο.
  • Μυάκιν (βλ. ά.):
    • (Hagia Sophia ω 5246).

[αρχ. ουσ. μύαξ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυασθένεια η [miasθénia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από πολύ γρήγορη κόπωση των μυών του σώματος.

[λόγ. < γαλλ. myasthénie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + αρχ. ἀσθένεια]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες