Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μόρφωσις η.
-
- 1) Μορφή, εξωτερική εμφάνιση· σχήμα:
- η γοργόνη γυναικός ευμόρφου πόρνης μόρφωσιν έχων (Φυσιολ. 36921)·
- Έστι ζώον λεγόμενον εχίνος μόρφωσιν έχον σφαίρας (Φυσιολ. 35018).
- 2) Εξωτερική παράσταση, όψη, ύφος:
- μόρφωσιν μεν έχοντες ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι (Φυσιολ. 3504‑5).
[μτγν. ουσ. μόρφωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Μορφή, εξωτερική εμφάνιση· σχήμα: