Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόρφημα το [mórfima] Ο49 : (γλωσσ.) η μικρότερη μονάδα του λόγου, η οποία είναι φορέας σημασίας ή γραμματικής αξίας και έχει φωνητική μορφή: Λεξικό / γραμματικό ~.
[λόγ. < γαλλ. morphème < αρχ. μορφ(ή) + -ème = -ημα]