Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόλυβδος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόλυβδος ο [mólivδos] Ο19 : χημικό στοιχείο· βαρύ μέταλλο που έχει σκούρο γκρίζο χρώμα και λιώνει εύκολα: Aτομικό βάρος / ενώσεις / οξείδια του μολύβδου. Xρήσεις του μολύβδου. Πλάκες / σωλήνες από μόλυβδο. Kράματα μολύβδου.

[λόγ. < αρχ. μόλυβδος, μόλιβδος]

[Λεξικό Κριαρά]
μολυβδοσκεπασμένος, μτχ. επίθ.· μολυβοσκεπασμένος.
  • Καλυμμένος με μόλυβδο:
    • ναός … έξωθεν αποπάνω μολυβδοσκεπασμένος (Προσκυν. Κουτλ. 390 14732
    • καμάραν … μολυβοσκεπασμένην (Παϊσ., Ιστ. Σινά 378).

[<ουσ. μολύβδι - μολύβι + μτχ. παρκ. του σκεπάζω. Τ. μολυβοσκεπαγμένος σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μολυβδοσκεπαστόμορφος, επίθ.· μολυβοσκεπαστόμορφος.
  • Όμορφος και καλυμμένος με μόλυβδο:
    • τούρλαν … μολυβδοσκεπαστόμορφην (Προσκυν. Ιβ. 535 504
    • ναός μολυβοσκεπαστόμορφος (Παϊσ., Ιστ. Σινά 368).

[<επίθ. μολυβ(δ)οσκέπαστος + όμορφος]

[Λεξικό Κριαρά]
μολυβδοσκέπαστος, επίθ.· μολυβοσκέπαστος.
  • Σκεπασμένος με μόλυβδο:
    • η εκκλησία της αγίας Σιών είναι μολυβοσκέπαστη τούρλα ωραιοτάτη (Προσκυν. Κουτλ. 390 14023· Προσκυν. Ιβ. 535 514).

[<ουσ. μολύβδι - μολύβι + ρηματ. επίθ. σκεπαστός. Ο τ. στο Du Cange (λ. μόλυβος) και στο Steph. Η λ. στον Κουμαν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες