Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόδος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μόδος ο.
  • 1)
    • α) Τρόπος:
      • όλοι οι αθρώποι μιας λοής κι εις ένα μόδο εζιούσα (Φορτουν. Πρόλ. 57
    • β) μέθοδος:
      • μόδους να βρίσκομε όμορφους …, για να μπορά 'ποσάζομε σαν πρέπει τσι δουλειές μας (Φορτουν. Γ́ 253
    • γ) δυνατότητα· μέσο:
      • δεν ήτον μόδος να σηκωθούν (ενν. τα πράματα) εύκολα (Μαχ. 15020
      • μην έχοντας τον μόδο να τον πλερώσει να έβγει από την φυλακήν … (Σουμμ., Ρεμπελ. 172
    • δ) ικανότητα, επιδεξιότητα:
      • Εδώ κι η Ρόδο … και το πήδημα. Πήδησ’, αν έχεις μόδο (Αιτωλ., Μύθ. 144).
  • 2)
    • α) Γνώμη· σχέδιο, τρόπος ενέργειας:
      • Ανέν και θες στο μόδο μου, άση με να 'ρδινιάσω (Ριμ. Απολλων. [1205]
    • β) επιθυμία· διαταγή· απόφαση:
      • ό,τι μ’ ορίσεις να γενώ στο μόδον τον δικόν σου (Ριμ. Απολλων. [1220]· Ιμπ. (Legr.) 556).
  • 3) Εμφάνιση, όψη:
    • είναι β́ βουνία … και ομοιάζουν εις τον μόδον του κάβου ντε λα Γία (Πορτολ. A 28612).
  • 4) (Ναυτ.) για δήλ. αναλογίας(;):
    • θέλει να έναι φουζάδον στο μόδον της σερτζένας (Καραβ. 5004).
  • Έκφρ. του μόδου μου, εις τον μόδον μου = όπως μ’ αρέσει ή με βολεύει, στα «μέτρα» μου:
    • (Κατζ. Δ́ 312), (Πορτολ. A 32623), (Φορτουν. Β́ 41).
    • Φρ.
    • 1) Αφήνω κάπ. στο μόδο του = δίνω την πρωτοβουλία, επιτρέπω σε κάπ. να δράσει κατά τη βούλησή του:
      • (Ριμ. Απολλων. [1397]).
    • 2) Βρίσκω το μόδο μου = τακτοποιούμαι, βολεύομαι· ετοιμάζομαι:
      • (Φορτουν. Γ́ 103).
    • 3) Είμαι στο μόδο ή του μόδου κάπ. = είμαι στη διάθεση, στην εξουσία κάπ.:
      • (Ριμ. Απολλων. [1683]), (Χούμνου, Κοσμογ. 194).
    • 4) Είμαι του μόδου μου = είμαι ελεύθερος:
      • (Στάθ. Ιντ. β́ 48).
    • 5) (Δεν) είναι μόδος = (δεν) είναι σωστό, (δεν) πρέπει:
      • (Μαχ. 56217).
    • 6) Κάνω μόδο = βρίσκω τρόπο· πετυχαίνω:
      • (Φορτουν. Β́ 418).
    • 7) Κάνω κ. εις τον μόδον μου ή του μόδου μου = χρησιμοποιώ, διαχειρίζομαι όπως θέλω:
      • (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164), (Διαθ. 17. αι. 5178).
    • 8) Κάνω κ. ή ποιώ κάπ. στο (εις τον) μόδο(ν) μου: παίρνω, έχω στη διάθεσή μου:
      • (Ριμ. Απολλων. [255], [438]).

[<βεν. modo. Η λ. (Meursius) και τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες