Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυαλός ο· εμυαλός· ομυαλός.
-
— Βλ. και μυελός.
- (Στον εν. και πληθ.)
- 1)
- α) Εγκέφαλος, μυαλό:
- τα καύκαλα με τους μυαλούς (Διακρούσ. 10310)·
- μυαλόν βόειον (Σταφ., Ιατροσ. 110)·
- β) (συνεκδ. για το κρανίο):
- είχεν την πληγήν εις τόπον θερμόν, … καθά ένι απάνω του μυαλού (Ασσίζ. 43016).
- α) Εγκέφαλος, μυαλό:
- 2) Νους, σκέψη, κρίση, λογικό:
- όσον γερούν οι γέροντες … τόσον εκ το κεφάλιν τους ο μυαλός φυραίνει (Περί γέρ. (Δαν.) 198)·
- φρ. βάνω μέσα στον ομυαλό (μου), βλ. βάνω I20ιε.
[μτγν. ουσ. μυαλός. Ο τ. ο‑ στο Βλάχ. (ομι‑) και σήμ. κρητ. Η λ. και ο τ. εμ‑ (Somav.) και σήμ. ιδιωμ.]