Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρέκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουρέκι το [buréki] Ο44 : είδος πίτας: Mπουρέκια με τυρί / με κρέμα. ~ με πατάτες / με χόρτα. μπουρεκάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. börek, διαλεκτ. burek ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπουρέκιον το.
  • Είδος πίτας, μπουρέκι:
    • (Ιστ. Βλαχ. 738).

[<τουρκ. rek. Τ. ‑ι στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες