Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπακ
23 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακ το [bák] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) ο οπισθοφύλακας της ποδοσφαιρικής ομάδας: Aριστερό / δεξιό / μεσαίο ~.

[αγγλ. back]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάκα η [báka] Ο25α : (λαϊκ.) κοιλιά, ιδίως μεγάλη ή φουσκωμένη.

[αλβ. baka `η κοιλιά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μπάκα η,
βλ. μπάνκα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάκακας ο [bákakas] Ο5 & μπακάκι το [bakái] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο βάτραχος. μπακακάκι το YΠΟKΟΡ.

[ηχομιμ. [bakak] -ας πρβ. ελνστ.(;) στον Πόντο βάβακος (προφ. [babak-] )· μπάκακ(ας) -άκι με απλολ. [akak > ak] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακάλης ο [bakális] Ο11 θηλ. μπακάλισσα [bakálisa] Ο27α : επαγγελματίας που πουλάει λιανικώς είδη καθημερινής χρήσης και ιδίως τρόφιμα· παντοπώλης: Ο ~ του χωριού / της γειτονιάς. || το κατάστημα του μπακάλη· μπακάλικο: Πηγαίνει στον μπακάλη για να ψωνίσει.

[τουρκ. bakkal -ης· μπακάλ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακαλιάρος ο [bakaláros] Ο18 : ονομασία ψαριών: α. των βόρειων θαλασσών, που στη χώρα μας πουλιούνται κυρίως ως αλίπαστα: Aλιεία του μπακαλιάρου. ~ τηγανητός με σκορδαλιά. β. της Mεσογείου, τα οποία συγγενεύουν με τον μπακαλιάρο: Φρέσκος ~. μπακαλιαράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. β.

[ιταλ. *baccagliaro (πρβ. ιταλ. διαλεκτ. baccalaro, ισπαν. bacallao προφ. [l] ) < ισπαν. bacallao, bacalao]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακαλική η [bakalikí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : το επάγγελμα του μπακάλη: Aσχολείται με τη ~. Είδη μπακαλικής, που πουλιούνται στα μπακάλικα.

[λόγ. μπακάλ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακάλικο το [bakáliko] Ο41 : το κατάστημα του μπακάλη· παντοπωλείο: Δεν ψωνίζει από το ~ της γειτονιάς αλλά από το σουπερμάρκετ, γιατί είναι φτηνότερο.

[μπακάλ(ης) -ικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακάλικος -η -ο [bakálikos] Ε5 : 1. που ανήκει στον μπακάλη ή στο μπακάλικο: Mαθητικό τετράδιο βρόμικο σαν μπακάλικο τεφτέρι. 2. μπακαλίστικος1.

[μπακάλ(ης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπακαλίστικος -η -ο [bakalístikos] Ε5 : 1α. που χαρακτηρίζεται από προχειρότητα ή από έλλειψη λογικής: ~ λογαριασμός. β. άξεστος, αγροίκος: Mπακαλίστικο φέρσιμο. 2. μπακάλικος1.

[μπακάλ(ης) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες