Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαίνω [béno] Ρ αόρ. μπήκα, προστ. μπες και έμπα, απαρέμφ. μπει, μππ. μπασμένος : (πρβ. βγαίνω) 1. μετακινούμαι από ανοιχτό ή εξωτερικό χώρο σε κλειστό, πηγαίνω από έξω μέσα: ~ (μέσα) στο διαμέρισμα / στο δωμάτιο / στην κουζίνα. ~ στο σπίτι για να μην κρυώνω. Πριν μπεις κάπου, να χτυπάς την πόρτα. Tο πλοίο μπήκε στο λιμάνι. Tο τρένο μπαίνει στο σταθμό. || επιβιβάζομαι: ~ στο αυτοκίνητο / στο τρένο / στο πλοίο / στο αεροπλάνο. || για ευρύτερο ή διαφορετικό χώρο: ~ στο νερό / στο δάσος / στο χωριό. Παίχτης που μπαίνει στο χώρο της αντίπαλης ομάδας. Kαταδικάστηκε, γιατί μπήκε στη χώρα χωρίς διαβατήριο. ΦΡ του ~ κάποιου, τον προκαλώ ή του επιτίθεμαι. ~ μέσα: α. φυλακίζομαι. β. ζημιώνομαι, ιδίως από οικονομική άποψη. ~ απ΄ το παράθυρο*. από το ένα αυτί* μπαίνει, από τ΄ άλλο βγαίνει. ΠAΡ Mπάτε / μπέστε σκύλοι αλέστε* (κι αλεστικά μη δώστε). 2α. εισχωρώ μέσα σε κτ., χώνομαι βαθιά: Πονάει, γιατί του μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι. ΦΡ και εκφράσεις ~ στο μάτι* κάποιου. ~ στη μύτη* / στο ρουθούνι* κάποιου. μπαίνει κτ. στο μυαλό / στο κεφάλι κάποιου, το καταλαβαίνει, το προσέχει ή το θυμάται. μπαίνουν ψύλλοι* στ΄ αυτιά μου. ~ στο νόημα*. ~ στο χορό*. τώρα που μπήκε στο χορό θα χορέψει*. || (προφ.): Mπήκες;, κατάλαβες; || (για ύφασμα) μικραίνουν οι διαστάσεις μου· μαζεύω: Ρούχο που μπήκε στο πλύσιμο και στένεψε. β. για κτ. που χωράει μέσα σε κτ. άλλο: Tο πόδι μπαίνει στο παπούτσι. Tο κλειδί δεν μπαίνει στην κλειδαρότρυπα. 3α. τοποθετούμαι κάπου, σε ορισμένο χώρο: Tο τραπεζομάντιλο μπαίνει πάνω στο τραπέζι. Στη στέγη του κτιρίου μπήκε ένα αλεξικέραυνο. ~ στο κρεβάτι μου, για να ξαπλώσω. H υπόθεση μπήκε στο αρχείο, με συνέπεια να σταματήσει κάθε σχετική διαδικασία. ΦΡ και εκφράσεις ~ ανάμεσα* σε κάποιους. μπή κε στο πετσί* μας. ~ στο πετσί* ενός ρόλου. ~ στη ζωή κάποιου, παρεμβαίνω, αναμειγνύομαι ή παίζω καθοριστικό ρόλο στην προσωπική ζωή κάποιου: Aπό τότε που μπήκε στη ζωή μας ο αδερφός σου, χάσαμε την ηρεμία μας. Mπήκε στη ζωή της ένας μεγάλος έρωτας και την άλλαξε τελείως. μπαίνει λουκέτο σε κτ., (για μαγαζί) κλείνει οριστικά. μπήκε το νερό στ΄ αυλάκι*. ~ στη μέση*. ~ στο λούκι*. ~ σε κακό λούκι*. β. τοποθετούμαι με ορισμένο τρόπο: Mαθητές / στρατιώτες που μπαίνουν στη σειρά. 4α. είμαι κατάλληλος για κτ.· ταιριάζω: Λεμόνι μπαίνει στη σούπα, όχι ξίδι. Tο κάδρο είναι μεγάλο· δεν μπαίνει σ΄ αυτό τον τοίχο. β. γίνομαι δεκτός και χρησιμοποιούμαι: Tώρα που η γλώσσα του λαού μπήκε στην εκπαίδευση. Λέξη που μπήκε στη γλώσσα μας από τα αγγλικά. Ξενόφερτες συνήθειες που μπήκαν στη ζωή μας. 5. παίρνω μια θέση σε ορισμένο κοινωνικό πλαίσιο για εργασία, σπουδές κτλ.: ~ μάρτυρας / εγγυη τής. ~ σε μια δουλειά. ~ σε μια υπηρεσία, διορίζομαι. ~ σε κόμμα / σε οργάνωση, γίνομαι μέλος. ~ σε μοναστήρι, γίνομαι καλόγερος. ~ σε νοσοκομείο, ως ασθενής ή διορίζομαι ως γιατρός. ~ στη φυλακή, φυλακίζομαι. ~ στην κοινωνία, ως κανονικό μέλος της. α. μπαίνω, εισάγομαι κάπου ύστερα από επιτυχία σε εξετάσεις, εκλογές κτλ.: ~ σε μια σχολή / στο πανεπιστήμιο. Kόμμα που μπήκε στη βουλή. β. συμμετέχω σε ομαδική ενέργεια ή σύνολο: ~ στο παιχνίδι / στον αγώνα / στη μάχη / στη συζήτηση. ~ σε μια ομάδα. ~ σε ένα κύκλωμα. 6. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) α. για επιτυχημένη προσπάθεια σε αθλητική αναμέτρηση: Mπήκε γκολ / καλάθι / δίποντο / τρίποντο. Aν έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση. β. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: Mπαίνει ένα καινούριο πρόβλημα. γ. αρχίζω να υπάρχω ή να βρίσκομαι: Mπαίνει η εβδομάδα / ο μήνας / ο χρόνος, αρχίζει. H οικονομία της χώρας μπαίνει σε νέα φάση. ~ στο χορό. ~ στα δύο / στα τρία… χρόνια, για ηλικία, αρχίζω να είμαι. δ. με εμπρόθετο προσδιορισμό δηλώνει ότι πραγματοποιείται ή αρχίζει να πραγματοποιείται αυτό που δηλώνει το ουσιαστικό: Mπαίνει κτ. σε εφαρμογή / σε χρήση, εφαρμόζεται, χρησιμοποιείται. Mπαίνει κτ. σε κίνηση / σε λειτουργία, κινείται, λειτουργεί. (έκφρ.) ~ σε / στα έξοδα*. ~ στα βάσανα*. ΦΡ ~ σε λογαριασμό*.

[μσν. εμπαίνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐμβαίνω (προφ. [mb] ) `πατώ μέσα, μπαίνω κάπου΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαίνω· εμβαίνω· εμπαίννω· εμπαίνω· επαίνω· μπαίννω· αόρ. έμπηκα· ήμπα· προστ. αoρ. έμπα· μτχ. παρκ. εμπασμένος· μπασμένος.
  • Ά Αμτβ.
    • 1)
      • α) Εισέρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάπ. χώρο:
        • μπαίνει (ενν. η Αρετή) στο παλάτι (Ερωτόκρ. Έ 1225
      • β) (στην αγκαλιά κάπ.):
        • εις αγούρου αγκάλες να έμπω (Αχιλλ. L 684
      •  
        • γ1) (σε σημείο, μέρος του σώματος):
          • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2711
          • ως έβγουν (ενν. οι αναστεναμοί) από την καρδιά και μες στο στόμα μπούσι (Ερωτόκρ. Γ́ 327
        • γ2) (προκ. για υγρό) «μαζεύω»:
          • εκείνος … το άλογόν μου εκάρφωσέν το και απ’ εκείνον το κάρφωμαν ενέβην νερόν και το κτηνόν μου ελαβώθην (Ασσίζ. 43318
      • δ) (προκ. για ερωτική πράξη):
        • (Συναξ. γυν. 372).
    • 2)
      • α) (Μεταφ.):
        • στην καρδιά τη δυνατή … να εμπεί η γι‑αγάπη (Στάθ. Ά 136
      • β) (σε μεταφ.):
        • εις την καρδιά τους έμπαινεν όφης να τους δαγκάνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27112).
    • 3) Εισάγομαι:
      • στην πόλη να μη μπαίνου βρώσες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 36118).
    • 4)
      • α) Εισχωρώ:
        • Από την ρίζαν το νερόν να εμπαίνει του αμπελίου (Λίβ. Sc. 1361
      • β) (μεταφ.) «τρυπώνω»:
        • Χωρεί (ενν. ο φθόνος) και μπαίνει πανταχού (Γεωργηλ., Βελ. Λ 27).
    • 5)
      • α) Επιβιβάζομαι:
        • σ’ άλλο καράβι μπήκασι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2294
      • β) (σε μεταφ.):
        • πολλών ανθρώπων οι ψυχές σήμερο θέλου εμπούσι στη βάρκα του Αχέροντος (Ζήν. Ά 25).
    • 6)
      • α) Ορμώ, επιτίθεμαι:
        • εις τα πρόβατα ο πεινασμένος λύκος εμπαίνει (Θησ. (Foll.) I 75
      • β) εισβάλλω:
        • με όλα τα φουσσάτα του εμπήκεν στην Βλαχίαν (Σταυριν. 312
      • γ) παραβιάζω:
        • καταραμένος οπού εμπαίνει εις το σύνορο του σύντροφού του (Πεντ. Δευτ. XXVII 17).
    • 7)
      • α) Έρχομαι, φτάνω:
        • μπαίνει 'ς τούτον τον τόπο η μάννα τση (Ιντ. κρ. θεατρ. Δ́ 173
        • (μεταφ.):
          • να 'χεις φτερά να πηαίνεις στον ουρανό και παραμπρός … να μπαίνεις (Ζήν. Ά 82
      • β) προσέρχομαι, παρουσιάζομαι (σε κάπ. ανώτερο):
        • προς την δέσποιναν εμβαίνουσιν ως δούλοι (Καλλίμ. 2140
      • γ) (προκ. για το θάνατο):
        • δίχως να με κράζουσι συχνά 'ς τσι γάμους μπαίνω (Ερωφ. Πρόλ. 82· Έ 216
      • δ) επιστρέφω:
        • μην λυπάσαι ότι πως μισεύω …, γιατί, τάζω σου, γλήγορα 'ς τούτον τον τόπο μπαίνω (Διγ. O 938
      • ε) (προκ. για πλοίο) μπαίνω στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι:
        • (Μαχ. 13031
        • φρ. μπαίνω εις τον λιμνιώνα, βλ. λιμνιών(ας) φρ.·
      • στ) (προκ. για ποτάμι ή τρεχούμενο νερό) χύνομαι:
        • (Χρον. σουλτ. 6425), (Διγ. Esc. 1656).
    • 8)
      • α) Παίρνω μέρος, συμμετέχω:
        • εις σύγχυσες και σκοτωμούς για λόγου της εμπήκα (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 36
        • (μεταφ.):
          • μπαίνει … στου πόθου τα ντουέλλα (Στάθ. Β́ 116
        • (σε παροιμ.):
          • αφήν εμπήκα στο χορό, χρειά μὄναι να χορεύγω (Ch. pop. 769
      • β) αναμετριέμαι, ανταγωνίζομαι:
        • μοναχός μου εμπήκα 'ς τόσους σου οχθρούς (Ερωφ. Δ́ 701
      • γ) αρχίζω, επιχειρώ κ.:
        • εμένα η ψη μου με βαστά να μπώ να αργομεντάρω (Στάθ. Γ́ 229
        • (σε μεταφ.):
          • παίρν’ αποκοτιά, πλια παραμπρός εμπαίνει (Ερωτόκρ. Ά 2114).
    • 9) (Προκ. για έναρξη χρον. περιόδου):
      • ήμπε και Δικέβριος (Διήγ. ωραιότ. 143
      • άρχιζε να βραδιάζουνται κι έμπαινε το σκοτίδι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3384).
    • 10)
      • α) Εγκαθίσταμαι, κατοικώ:
        • και να χαλάσασι τα σπίτια τα δικά μας, θέλομε μπει στα σπήλια σου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22922
      • β) (προκ. για κάπ. που γίνεται μοναχός):
        • εις την μονήν οπού να εμπεί (Ασσίζ. 12331
      • γ) (μεταφ.):
        • μια σάρκα να γενούμε και δυο ψυχές … σ’ έναν κορμί να μπούμε (Πανώρ. Β́ 314).
    • 11) Καταφεύγω, κρύβομαι:
      • στο πατριαρχείον μπήκασι και τότε εγλυτώσαν (Στ. βοεβ. 21).
    • 12) Περνώ, χωρώ:
      • Την πόρτα να χαλάσομεν …, γιατ’ είναι το άλογο ψηλό, αλλιάς λοής δε μπαίνει (Φορτουν. Ιντ. δ́ 146).
    • 13)
      • α) «Ανοίγομαι», πηγαίνω στα βαθιά:
        • 'κ την γην να ξεμακραίνουν κι εισέ νερά βαθύτατα της λίμνης να εμπαίνουν (Ζήνου, Βατραχ. 126
      • β) διαπλέω:
        • εις την θάλασσαν να μπεις, πάλιν να ναυαγήσεις (Απολλών. 150
        • (σε μεταφ.):
          • (Ερωτόκρ. Γ́ 156
      • γ) βουτώ, ρίχνομαι στο νερό:
        • εκ τον φόβον του θεριού στον ποταμόν εμπήκα (Πικατ. 35).
    • 14) Καταλαμβάνω έκταση, εκτείνομαι, επεκτείνομαι:
      • αν … κανέναν εξωπέταστον … εμπαίνει εις το στενόν το ρηγάτικον …, … να το χαλάσουν (Ασσίζ. 20315· Ιστ. πολιτ. 756).
    • 15) (Προκ. για πυρετό) προσβάλλω:
      • εμπήκεν του η πυρά εις την κεφαλήν του (Ασσίζ. 18224).
    • 16) Καταχωρούμαι, καταγράφομαι:
      • τείντα πράγματα μέλλει να κρίνουν … θέλουν εμπεί παραμπρός (Ασσίζ. 1899).
    • 17) Παρατάσσομαι· προτάσσομαι, μπαίνω μπροστά:
      • τα χοντρά τα κάτεργα ομπρός εκείνα μπαίνου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1901· Ερμον. Ξ 281).
    • 18) Πέφτω, ρίχνομαι:
      • Σα να 'θελ’ έμπει αστραπή (Σκλάβ. 57).
    • 19)
      • α) Μπήγομαι, καρφώνομαι:
        • πάλος χοντρός στον κώλο σου να μπει (Φορτουν. Έ 239
      • β) (σε μεταφ.):
        • η ρομφαία … στ’ Αδάμου την καρδιάν εμπήκεν σαν καρφέα (Χούμνου, Κοσμογ. 326).
    • 20) Συλλαμβάνομαι, πιάνομαι:
      • το πουλί … εις την παγίδα μπαίνει (Αιτωλ., Μύθ. 4510).
    • 21)
      • α) Αρχίζω ν’ ασχολούμαι με κ., επιδίδομαι σε κ.:
        • Εις τύχην … μη πιστεύσεις και έμπεις τότε εις κλεψιάν (Σπαν. (Ζώρ.) V 345
        • να τα γράψω δε μπορώ ούτε να μπω σε ρίμες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31820
        • (προκ. για τις σκέψεις κάπ.):
          • εις ψιλότητες οι λογισμοί μου εμπαίνα (Ερωτόκρ. Ά 988
      • β) (μεταφ.) αφιερώνομαι σε κ.:
        • πλια στη φιλιά του εμπήκε (Ερωτόκρ. Γ́ 15).
    • 22)
      • α) Περιέρχομαι σε μια κατάσταση:
        • εισέ σκλαβιάν εμπήκε (Φορτουν. Πρόλ. 138
        • σε καημόν αρίφνητον εμπήκα (Βοσκοπ. 28
      • β) υποβάλλομαι σε κ.:
        • εμπήκα σ’ έτοιο κόπο (Ερωτόκρ. Ά 946).
    • 23) Συνέρχομαι, συσκέπτομαι:
      • Ο δέ Σερμπάνος … με όλους του τους άρχοντας εμπήκεν στο εφφάτον (Ιστ. Βλαχ. 116).
    • 24) Εκλέγομαι, τοποθετούμαι:
      • πάσα δυο χρόνους … μέλλει να μπαίνουν και νέοι ηγουμένοι (Επιστ. ηγουμ. 17415).
    • 25) Φτάνω σε κάπ. ηλικία:
      • για παντρειά είμαι δότομος, σαράντα πέντε εμπήκα (Στάθ. Β́ 257).
    • 26) Εισάγομαι, φοιτώ:
      • εις το σκολειόν των πολ’τικών εγύρεψα και εμπήκα (Σαχλ., Αφήγ. 60).
    • 27) Περιλαμβάνομαι, χρησιμοποιούμαι:
      • εμβήκασιν όλοι (ενν. οι λίθοι) μέσα εις τον ναόν (Διαθ. Νίκωνος 225).
    • 28) Συγκαταλέγομαι:
      • πολλοί ανάξιοι εμπαίνουν με τους μεγαλιότερους (Αιτωλ., Μύθ. 495
      • δύσκολη δουλειά … να θες να μπεις σε βασιλιούς (Ερωτόκρ. Ά 216).
    • 29) (Προκ. για σκηνική διδασκαλία) αποσύρομαι από τη σκηνή:
      • Τότες μπαίνει ο Πολίταρχος … και η Νερίνα βγαίνει (Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ μετά στ. 12).
    • 30)
      • α) (Προκ. για ποσό) ανέρχομαι:
        • τα πράγματα … ουδέν αξιάζουν επεσαύτα όσον εμπαίνει το χρέος (Ασσίζ. 1366
      • β) προκύπτω (ως αποτέλεσμα αριθμητικών πράξεων):
        • εκατόν πενήντα … μοίρασέ τα με έξι· και εκείνον οπού θέλει έμπει, τόσων βουτσίων θέλει είσταιν το λεγόμενον καράβιν (Καραβ. 49211
      • γ) αντιστοιχώ, αναλογώ:
        • να πάρεις τες δύο πρώτες φέρσες του φίλου· το ποιον ουδέν εμπαίνουν εις πόντο κανένα (Καραβ. 49527
      • δ) προσαρμόζομαι:
        • μάντους οπού εμπαίνουν εις το κατάρτιν (Καραβ. 4987‑8).
    • 31) Επέρχομαι:
      • ο θάνατο στους γέροντες δίκιον να μπαίννει (Κυπρ. ερωτ. 15612).
    • 32) Βασίζομαι· (μεταφ.):
      • να μην εμπεί τινάς εις καστελλιού ελπίδα (Αχέλ. 2146).
  • Β́ Μτβ.
    • 1)
      • α) Περνώ, διαβαίνω (με αντικ. τη λ. πόρτα):
        • εμπείτε σήμερον της Ευτυχίας την πόρτα (Λόγ. παρηγ. L 665
      • β) διαπλέω, διασχίζω:
        • εμπαίνομε έσω την Μαύρη θάλασσα (Μηλ., Οδοιπ. 636).
    • 2)
      • α) Ορμώ, επιτίθεμαι:
        • τες γυναίκες εμπήκαν, τον πόλεμον αρχίνισαν (Θησ. (Foll.) I 72
      • β) (μεταφ.) αντιμετωπίζω:
        • η καρδιά λιγοψυχά, μέγα βουνάρι μπαίνω (Αλφ. 1074
      • γ) (με γεν.) κτυπώ:
        • ένας κόρπος … εμπαίνει της περδέσκας των κατέργων (Μαχ. 48621).
    • 3) (Με κατηγ.) γίνομαι· ορίζομαι:
      • να εμπεί μεσίτης (Χρον. σουλτ. προσθ. 477).
    • 4) Στο γ́ πρόσ. και με γεν. προσωπ.
      • α) αρμόζω· αναλογώ, ανήκω:
        • ποια τιμωρία του μπαίνει (Ζήν. Δ́ 220
        • εκείνα τά εμπαίνουν της αγίας εκκλησίας να δοθούν εις την αγίαν εκκλησίαν (Ασσίζ. 327
        • (εδώ με δοτ. προσωπ.):
          • τοις δε παισίν εμπαίνει πάσα πράγμα της μάννας αυτών (Ελλην. νόμ. 57720
      • β) ορίζω, διατάζω:
        • τι του εμπαίνει να ποίσει η κρίσις εκείνου του ανθρώπου (Ασσίζ. 4911).
  • Γ́ Το γ́ εν. ενεργ. απρόσ. (με γεν. προσωπ.)
    • 1) Πρέπει, αρμόζει, μου επιτρέπεται:
      • ουδέν μου εμπαίνει επάραι την εμήν προγονήν (Ελλην. νόμ. 56717
    • 2) Εξηγείται, δικαιολογείται:
      • πώς εμπαίνει να έχω θετήν θείαν; (Ελλην. νόμ. 5678).
  • Φρ.
  • 1) Μπαίνω εις την αγάπη, εις έρωτα, εις τον ζυγόν του πόθου, στου πόθου τα μπερδέματα, εις πόθου οδύνη, εις στον) πόθον κάπ. = ερωτεύομαι:
    • (Πανώρ. Έ 98), (Λίβ. Esc. 211), (Λίβ. (Lamb.) N 256), (Πανώρ. Γ́ 512), (Ερωτόκρ. Ά 455), (Αχιλλ. (Smith) N 314), (Πανώρ. Γ́ 553).
  • 2) Μου μπαίνει αγάπη, βουλή, γνώμη (εις το νου) = σκέφτομαι· επιθυμώ:
    • (Μαχ. 6486), (Σπαν. (Ζώρ.) V 565), (Ροδολ. Ά 106).
  • 3) Μπαίνω εις αγκάλεμαν = καλούμαι να δικαστώ:
    • (Ασσίζ. 12223).
  • 4) Μπαίνω σε αθιβολές = ανοίγω συζήτηση, κουβεντιάζω:
    • (Φορτουν. Ά 282).
  • 5) Μπαίνω στο αίμα, στο κρίμα κάπ. = αμαρτάνω με το φόνο κάπ.:
    • (Βίος Δημ. Μοσχ. 184· Καρτάν., Π. Ν. Διάθ. φ. 276v).
  • 6) Μπαίνω άνω κάτω = αναστατώνομαι:
    • (Αχέλ. 1471).
  • 7) Μπαίνω εις άρματα, βλ. άρμα (III) 1 φρ. (ε).
  • 8) Εμπαίνω την αρχήν = αρχίζω:
    • (Λίβ. P 1235).
  • 9) Μπαίνω στον αφορισμόν κάπ. = αφορίζομαι, προκαλώ τον αφορισμό μου από κάπ.:
    • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 789).
  • 10) Μπαίνει κ. στα αφτία μου, βλ. αφτίον 2 Φρ. δ.
  • 11) (Ε)μπαίνω (και) βγαίνω εκβαίνω) =
  • (α) διαπερνώ τις τάξεις του εχθρού:
    • (Κορων. Μπούας 50, 85
  • (β) βλ. βγαίνω 1ε·
  • (γ) βλ. βγαίνω 1στ.
  • 12) Μπαίνω εις την βουλήν, στη γνώμη κάπ. = συμμερίζομαι την άποψη κάπ., συγκατατίθεμαι:
    • (Διγ. Esc. 1340), (Τριβ., Ρε 82).
  • 13) Μπαίνω εις δοκιμήν, βλ. δοκιμή 5.
  • 14) Μπαίνω εις δρόμον, εις μονοπατάκι, εις την οδόν, εις την στράταν =
  • (α) ακολουθώ μια κατεύθυνση· ξεκινώ:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1017, 1127), (Ασσίζ. 8829, 33829
  • (β) (μεταφ.):
    • είτις εμπεί 'ς τέτοιαν οδόν … (Ch. pop. 681).
  • 15) Μπαίνει κ. σε δρόμον, βλ. δρόμος Φρ. 6.
  • 16) Μου μπαίνει έγνοια, μέριμνα = σκοτίζομαι, προβληματίζομαι για κ.:
    • (Ερωτόκρ. Δ́ 947), (Φαλιέρ., Ιστ. 207).
  • 17) Μπαίνω εις εργασία = πραγματοποιούμαι, εφαρμόζομαι:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1171]).
  • 18) Μπαίνω σε έχθρητα, σε μάνητα = εξοργίζομαι, θυμώνω:
    • (Ερωτόκρ. Ά 1975, Β́ 2375).
  • 19) Μπαίνω σε ζηλειά = ζηλεύω, κυριεύομαι από ζήλεια:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 658).
  • 20) Μπαίνω εις ηλικίαν = ενηλικιώνομαι (βλ. και ηλικία 1γ):
    • (Ιμπ. 64).
  • 21) Μπαίνω εις στον) θάνατον =
  • (α) πεθαίνω:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 974
  • (β) αντιμετωπίζω το θάνατο:
    • (Θησ. (Foll.) I 72).
  • 22) (Ε)μπαίνω στην καδένα, εις φυλακήν = φυλακίζομαι:
    • (Λεηλ. Παροικ. 84), (Ασσίζ. 12223).
  • 23) Εμπαίνω και κατεβαίννω = πηγαινοέρχομαι:
    • (Μαχ. 5221).
  • 24) (Ε)μπαίνω εις κίνδυνον, κίνδυνους = διακινδυνεύω:
    • (Αχέλ. 1601), (Κορων., Μπούας 96).
  • 25) Μπαίνω στον κόπο κάπ. = απολαμβάνω τα αποτελέσματα της προσπάθειας άλλου:
    • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ιω. δ́ 38).
  • 26) Μπαίνω εις κρίμα, εις κρίματα = αμαρτάνω:
    • (Ερωφ. Έ 600· Αιτωλ., Μύθ. 156).
  • 27) Εμβαίνω εις την λέπτην = αρχίζω να περιγράφω τις λεπτομέρειες:
    • (Προδρ. II 49).
  • 28) Μπαίνω εις σε) λευτεριά = απελευθερώνομαι:
    • (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 15
    • (σε μεταφ.):
      • (Πανώρ. Ά 116).
  • 29) Μπαίνω εις λησμονιά, βλ. λησμονιά Φρ. 3.
  • 30) Μπαίνω εις τον λιμνιώνα, βλ. λιμνιώνας φρ.
  • 31) Μπαίνω εις λόγια, βλ. λόγος 20α και 20β.
  • 32) Μπαίνω εις λογισμούς, βλ. λογισμός Φρ. 4.
  • 33) (Ε)μπαίνω σε μάχη = βρίσκομαι σε διαμάχη, σε αντίθεση:
    • (Ερωτόκρ. Γ́ 165), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά [75]).
  • 34) Μπαίνω στη(ν) μέση(ν) =
  • (α) βλ. μέση Φρ. 8·
  • (β) περικυκλώνομαι:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16423
  • (γ) (χρον.) μεσολαβώ:
    • (Ερωφ. Β́ 499).
  • 35) Μπαίνω εις το μέσον =
  • (α) αναλαμβάνω τον αγώνα, την αποστολή:
    • (Διγ. Άνδρ. 34826
  • (β) μεσολαβώ, συμφιλιώνω κάπ.:
    • (Μαχ. 1982
  • 36) Μπαίνω μετάμελος = μετανοώ:
    • (Λίβ. Sc. 615).
  • 37) Μπαίνω εις μηχανιάν μετά …, βλ. μηχανία Φρ.
  • 38) Μπαίνω εις μοναστήριον = γίνομαι μοναχός:
    • (Ασσίζ. 53512).
  • 39) Μπαίνω σε νια = αποκτώ την εύνοια, τη συμπάθεια μιας κοπέλας:
    • (Πανώρ. Δ́ 38).
  • 40) Μπαίνω στην νίκην = πετυχαίνω το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα:
    • (Ιμπ. 141).
  • 41) Μπαίνω σ’ ορδινιά =
  • (α) ετοιμάζομαι για κ.:
    • (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 43
  • (β) παρατάσσομαι, παίρνω θέση μάχης:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 1181).
  • 42) Μπαίνω εις όρεξην = επιθυμώ:
    • (Μαχ. 703).
  • 43) Μπαίνω στην όρεξη κάπ. = γίνομαι αρεστός, αγαπητός:
    • (Πανώρ. Πρόλ. 69).
  • 44) Μπαίνω εις παίδευσην, σε τιμωρία = τιμωρούμαι:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [514]), (Σουμμ., Ρεμπελ. 184).
  • 45) Μπαίνει κ. σε … στόματα = διαδίδεται, γίνεται γνωστό κ.:
    • (Ερωτόκρ. Ά 262).
  • 46) Μπαίνω εις σφάλμα = σφάλλω, απατώμαι:
    • (Ερωτόκρ. Β́ 572).
  • 47) Μπαίνω εις τον τάφον = σκοτώνομαι, πεθαίνω:
    • (Ιστ. Βλαχ. 340).
  • 48) Εμπαίνω εις την τζουίζαν, εις το δίκαιον = περνώ από δοκιμασία όρκου:
    • (Ασσίζ. 1226, 9829).
  • 49) Μπαίνω σε τιμή, τιμές = τιμούμαι:
    • (Πανώρ. Δ́ 219), (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 4).
  • 50) Μπαίνω εις φαντασίαν =
  • (α) συνομωτώ:
    • (Μαχ. 442
  • (β) παίρνω την απόφαση να συγγράψω λογοτεχνικό έργο:
    • (Θησ. Πρόλ. 118).
  • 51) Μπαίνω στη φούρκα = απαγχονίζομαι:
    • (Ευγέν. 466).
  • 52) Μπαίνω στη φωτιά =
  • (α) (σε μεταφ.) πικραίνομαι:
    • (Πανώρ. Δ́ 245
  • (β) αντιμετωπίζω κινδύνους (σε μάχες), διακινδυνεύω:
    • (Ερωφ. Δ́ 589).
  • 53) Μπαίνω στη χάρη κάπ. =
  • (α) κερδίζω τη συμπάθεια, τη συγγνώμη κάπ.:
    • (Πανώρ. Έ 140
  • (β) προκαλώ το ενδιαφέρον κάπ., γίνομαι αρεστός:
    • (Ch. pop. 611).
  • 54) Μπαίνω στα χέρια κάπ. = συλλαμβάνομαι:
    • (Θησ. (Foll.) I 78).

[<αρχ. εμβαίνω. Ο τ. εμπαίννω στο Meursius και σήμ. κυπρ. Ο τ. ε‑ στο Βλάχ. και σήμ. ποντ. Ο αόρ. ήμπα και ο τ. της μτχ. παρκ. εμπασμένος στο Somav. Η λ. (Βλάχ.), η προστ. έμπα και η μτχ. μπασμένος και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες