Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπάλα
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάλα η [bála] Ο25α : 1α. φουσκωμένη σφαίρα από δέρμα, καουτσούκ ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται σε παιχνίδια συνήθ. αθλητικά: H ~ του ποδοσφαίρου / του μπάσκετ / του βόλεϊ. Ρίχνω / πετάω / κλοτσάω την ~. Ο τερματοφύλακας μπλοκάρει την ~. H ~ βγήκε έξω από τον αγωνιστικό χώρο. Mικρή ~ για παιδικά παιχνίδια, τόπι. ΦΡ παίρνω ~ κτ.: α. το διατρέχω: Πήρε ~ τις γειτονιές. β. το παρασέρνω: Πήρε ~ ό,τι βρήκε μπροστά του. β. το ποδόσφαιρο: Tα παιδιά παίζουν ~ στο δρόμο. Tου αρέσει η ~. 2α. αντικείμενο ή μάζα σφαιρικού σχήματος: ~ από χιόνι. β. (παρωχ.) βλήμα πυροβόλου όπλου, ιδίως οβίδα κανονιού: Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή κι οι μπάλες σαν χαλάζι. ΦΡ τον πήρε η ~: α. έπαθε κτ. κακό λίγο ή πολύ τυχαία. β. θεωρήθηκε υπεύθυνος και ενοχοποιήθηκε χωρίς να φταίει. 3. συσκευασμένη ποσότητα ενός υλικού, ιδίως εμπορεύματος: ~ από βαμβάκι / χαρτί / σανό. μπαλίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1α, 2.

[μσν. μπάλα < πάλα (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] ) < μσνλατ. palla & ιταλ. (διαλεκτ.), βεν. bal(l)a (αναδαν.)· μπάλ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
μπάλα η· πάλα.
  • 1)
    • α) Σφαίρα (ελαστική) παιχνιδιού, τόπι:
      • ωσάν την μπάλα ο φρόνιμος σηκώνεται και πέφτει (Ζήν. Β́ 128
    • β) (συνεκδ.) παιχνίδι με μπάλα:
      • το κεφάλι του … μπάλα να το παίξουνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52516).
  • 2)
    • α) Βλήμα φορητού πυροβόλου όπλου, σφαίρα, βόλι:
      • απάνω τως επέφτανε οι μπάλες σαν το χιόνι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16122
    • β) βλήμα κανονιού, οβίδα:
      • των λουμπαρδών οι μπάλες (Διακρούσ. 8013).
  • 3) Δέμα:
    • πάλα παννίν (Μαχ. 22430 χφ O (Dawkins, Μαχ. Β́, σ. 260)).
  • Η λ. ως κύρ. όν.:
    • έχει, λέγει, μαγικό απού τη Σπάθα Μπάλα (Στάθ. Β́ 73).

[<διαλεκτ. ιταλ. balla - βεν. bala <ιταλ. palla· πβ. και παλαιότ. γαλλ. balle, προβ. bale και μεσν. λατ. bala και palla. Απ. τ. πάλλα (<μεσν. λατ. palla) στον Ησύχ.· βλ. και Du Cange (στη λ.). Η λ. στο Meursius (‑λλα) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλάκι το [baláki] Ο44 : 1. μικρή σφαίρα από διάφορα υλικά που χρησιμοποιείται σε παιχνίδια συνήθ. αθλητικά: Tο ~ του τένις. (έκφρ.) σαν ~ του πιγκ πογκ*. ΦΡ είμαι / γίνομαι ~ κάποιου, είμαι όργανό του, κάνω ό,τι θέλει αυτός. πετάω / ρίχνω το ~ σε κπ., υπεκφεύγω, αποφεύγω να κάνω κτ. μεταθέτοντάς το σε κπ. άλλο. 2. κάθε μικρό αντικείμενο ή μάζα σφαιρικού σχήματος: Tο ~ της γραφομηχανής.

[μπάλ(α) -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλαλάικα η [balaláika] Ο27α : έγχορδο μουσικό όργανο με τριγωνικό ηχείο.

[ρωσ. balalayka]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλαμούτι το [balamúti] Ο44 : (λαϊκ.) απάτη, ψέμα: Πουλάω ~, εξαπα τώ. Tρώω ~, ξεγελιέμαι.

[παλ. σλαβ. balamut (πρβ. ρωσ. balamut)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλαμουτιάζω [balamutxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκ.) μιλώ σε κπ. προσπαθώντας να τον ξεγελάσω, να τον πείσω για κτ. που δεν ισχύει: Tην είχε πάρει σε μια γωνιά την γκόμενα και την μπαλαμούτιαζε με τις ώρες.

[μπαλαμούτ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλάντα η [baláda] Ο25α : 1. ποίημα, συνήθ. αφηγηματικό, με τρεις τουλάχιστον όμοιες στροφές και μία επωδό, το οποίο συνήθ. γίνεται τραγούδι: Γράφει / απαγγέλλει μία ~. Ερωτική ~. 2. η μουσική σύνθεση που συνοδεύει μία μπαλάντα: Παίζει στο πιάνο μπαλάντες του Σοπέν. Ροκ ~.

[λόγ. < προβηγκιανό balada]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλαντέζα η [baladéza] Ο25α : κομμάτι από ειδικό καλώδιο με τα απαραίτητα φις στις δύο του άκρες, το οποίο χρησιμεύει ως προέκταση για τη σύνδεση μιας ηλεκτρικής συσκευής στο ηλεκτρικό ρεύμα: Θα χρειαστούμε μια ~ για να φέρουμε ρεύμα από το διπλανό διαμέρισμα.

[γαλλ. baladeus(e)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλαντέρ ο [baladér] Ο (άκλ.) : 1. τραπουλόχαρτο που στα πλαίσια ορισμένου παιχνιδιού μπορεί να αλλάζει αξία σύμφωνα με την επιθυμία του παίχτη που το έχει: Στην μπιρίμπα, εκτός από τα τζόκεϊ, παίζουν ως ~ και τα δυάρια. 2. (μειωτ.) για πρόσωπο που αλλάζει συμπεριφορά σύμφωνα με την επιθυμία άλλου.

[λόγ. ίσως < γαλλ. baladeur `που του αρέσει η περιπλάνηση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλαούρο το [balaúro] Ο39 & μπαλαούρος ο [balaúros] Ο18 : 1. (ναυτ.) αποθήκη πλοίου η οποία χρησιμοποιείται και ως κρατητήριο. 2. (λαϊκ.) κρατητήριο ή φυλακή.

[ιταλ. ballauro `μικρό πλεούμενο των Aντιλλών΄· μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες