Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μορέα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μορέα η [moréa] Ο25 : (λόγ.) η μουριά.

[λόγ. < αρχ. μορέα]

[Λεξικό Κριαρά]
μορέα η· μουρέα· μουριά· μουρνέα.
  • Μουριά:
    • Οπόν μορέας ενθέσῃ εις το βρώμα (Ιατροσόφ. 5920).

[μτγν. ουσ. μορέα. Ο τ. μου‑ (Meursius), καθώς και τ. μουρία, σήμ. ιδιωμ. Ο τ. μουρνέα (Βλάχ.) <μουρέα, πιθ. με επίδρ. του συνων. συκαμινέα (κατά D.J. Georgacas, BZ 44, 1951, 154 <ουσ. *μορινέα)· τ. μουρνέ σήμ. κρητ., μουρνιά, κ.ά. ιδιωμ. (Georgacas, αυτ.). Ο τ. μουριά και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες