Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μονόλογος ο [monóloγos] Ο20α : 1. μακρύς και συνεχής λόγος που γίνεται από ένα μόνο πρόσωπο χωρίς να διακόπτεται από άλλο. ANT διάλογος. α. μονόλογος σε λογοτεχνικό, ιδίως θεατρικό, έργο: Ο περίφημος ~ του Aίαντα / του Άμλετ στην ομώνυμη τραγωδία. || θεατρικό έργο που παίζεται από ένα μόνο ηθοποιό. β. μονόλογος ανθρώπου που συνήθ. είναι μόνος και δεν απευθύνεται σε κανέναν: Εσωτερικός ~, για σειρά σκέψεων. 2. (μτφ.) για πολύ μεγάλη υπεροχή του ενός από τα δύο μέρη σε αγώνα ή γενικά σε αντιπαράθεση.
[λόγ. < γαλλ. monologue < mono- = μονο- και κατά τη λ. dialogue = διάλογος (διαφ. το μσν. μονολογία < μονο- + λόγ(ος) -ία `μοναδική εκφώνηση, απλή γλώσσα΄)]