Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονολογώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονολογώ [monoloγó] Ρ10.9α : μιλάω χωρίς να απευθύνομαι σε κανέναν.

[λόγ. < γαλλ. monologuer < monolog(ue) = μονόλογ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες