Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοναχού
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μοναχουλάκι, επίθ. ουδ.
  • Μόνος, ολομόναχος (θωπευτ.):
    • μοναχουλάκι ευρίσκεσαι εδώ 'ς τούτα τα μέρη; (Φορτουν. Γ́ 623).

[<ουδ. του επίθ. μοναχούλης + κατάλ. ‑άκι]

[Λεξικό Κριαρά]
μοναχούλης, επίθ.
  • Μόνος, ολομόναχος (θωπευτ.):
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [83]), (Δεφ., Λόγ. 474).

[<επίθ. μοναχός + κατάλ. ‑ούλης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες