Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μοναχογιός ο [monaxojós] Ο17 : το αγόρι που είναι μοναχοπαίδι ή ο μοναδικός γιος μιας οικογένειας, η οποία έχει ακόμα ένα ή περισσότερα κορίτσια.
[μονάχ(ος) -ο- + γιος]