Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονάς
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόνας [mónas] επίρρ. : (λόγ.) μόνο στην έκφραση κατά ~, χωρίς να υπάρχει άλλος: Tον πήρε κατά ~ και τον συμβούλεψε.

[λόγ. < αρχ. φρ. κατά μόνας]

[Λεξικό Κριαρά]
μονάς η.
  • 1) Αυτοτελές σύνολο· (εδώ θεολ. προκ. για την ενότητα της Αγίας Τριάδας):
    • Πατρός, Υιού και Πνεύματος, ομοουσίου μονάδος (Φαλιέρ., Λόγ. 60).
  • 2) (Μαθημ.· εδώ) προκ. για μικτό κλασματικό αριθμό:
    • κρατήσωμεν ζ́ και β/ς και έ και γ/ς· ταύτας δε τας μονάδας αναλύσωμεν διά του υποκειμένου αριθμού (Rechenb. 226).

[αρχ. ουσ. μονάς. Τ. ‑άδα στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μόνασις η.
— Βλ. και μόνωσις.
  • 1) Απομόνωση, μοναξιά:
    • την μόνασιν … ευρίσκω … εις παρηγόρημάν μου (Καλλίμ. 2015 χφ κριτ. υπ. (έκδ. ‑ωσιν· Pichard και Cupane ‑ασιν)).
  • 2) Ερημιά:
    • του τόπου η μόνασις (Λόγ. παρηγ. L 61).

[<μονάζω + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
μοναστηράκι το.
  • Μικρό μοναστήρι:
    • (Τσιρίγ., Επιστ. 170).
  • Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 1328‑9).

[<ουσ. μοναστήρι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναστήρι το [monastíri] Ο44 : το σύνολο των δραστηριοτήτων που αφορούν τη μοναστική ζωή: Aντρικό / γυναικείο ~. Tα μοναστήρια του Aγίου Όρους. Mπαίνω / κλείνομαι σε ~, γίνομαι μοναχός. ΠAΡ Tο ~ να ΄ν΄ καλά (κι από καλογέρους!), αρκεί να είναι σε καλή κατάσταση το αγαθό που διαθέτει κάποιος, και ζήτηση πάντα θα υπάρχει. α. το κτίριο και ιδίως το κτιριακό συγκρότημα στο οποίο στεγάζεται ένα μοναστήρι: Εκκλησία / κελιά / περίβολος του μοναστηριού. β. η εκκλησία του μοναστηριού: Παντρεύτηκαν σε ~. μοναστηράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μοναστήρι < ελνστ. μοναστήριον (αρχική σημ.: `ερημητήριο΄) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μοναστήριος `που αναφέρεται σε μοναχικούς΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναστηριακός -ή -ό [monastiriakós] Ε1 : που αναφέρεται και ιδίως που ανήκει σε μοναστήρι: Mοναστηριακή αρχιτεκτονική / περιουσία. Aπαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων.

[λόγ. < μσν. μοναστηριακός < μοναστήρι(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοναστήριο το [monastírio] Ο40 : (λόγ.) μοναστήρι: H ακίνητη περιουσία των μοναστηρίων.

[λόγ. < ελνστ. μοναστήριον (δες στο μοναστήρι)]

[Λεξικό Κριαρά]
μοναστήριον το· μαναστήρι(ν)· μοναστήρι· μοναστήριν· μοναστήριο.
  • 1)
    • α) Τόπος όπου μονάζουν μοναχοί ή μοναχές, μονή, μοναστήρι:
      • το μοναστήριον του Σταυρονικήτα (Ιστ. πατρ. 16916· Ιμπ. 594
    • β) (σε παρομοίωση προκ. για μέρος ερημικό, χωρίς επαρκή οχύρωση):
      • Το κάστρον (ενν. την Καλομάτα) ηύραν αχαμνόν, ως μοναστήριν το είχαν (Χρον. Μορ. H 1712
    • γ) (μεταφ.· ειρων.):
      • ηγάπουν το μαυλισταρειόν, το μέγα μοναστήριν (Σαχλ., Αφήγ. 99).
  • 2) (Γενικ.) τόπος διαμονής·
    • (εδώ σε ιδιάζ. χρ.):
      • Εδά 'χασες, βαριόμοιρε Αδάμ, … τον τόπον της παράδεισος και τ’ άγιον μοναστήρι (Πικατ. 555).
  • 3) (Συνεκδ.) ναός (συν. μεγάλος):
    • τον παλαιόν καιρόν … ήσαν μοναστήρια, ήγουν εκκλησίες, τξέ (Προσκυν. Κουτλ. 390 13939).
  • 4) (Συνεκδ.· στον εν. και πληθ.) μοναχοί, καλόγεροι:
    • (Επιστ. ηγουμ. 175
    • Ήλθαν τα μοναστήρια και πάντες οι ηγουμένοι (Βίος Δημ. Μοσχ. 285).
  • Ο τ. ‑ι ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 3537).

[μτγν. ουσ. μοναστήριον. Οι τ. ‑ιν και μαναστήρι και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μονάστηρον το.
  • Μοναστήρι:
    • Του Κύκκου το εικόνισμα, μονάστηρον πρωτάτον (Θρ. Κύπρ. 433).

[πλάσμα <ουσ. μοναστήρι(ο)ν από μετρ. αν.]

[Λεξικό Κριαρά]
μοναστής ο.
  • Μοναχός, καλόγερος:
    • μονασταί και κοσμικοί (Παϊσ., Ιστ. Σινά 16).

[<αόρ. του μονάζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 4. αι. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες